ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΓΩΝΙΑΣ ΧΑΝΙΩΝ

Το μοναστήρι της Παναγίας στη δυτική γωνιά της Κρήτης


Η ανδρική Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας (της Κυρίας των Αγγέλων) Γωνιάς βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, σε μικρή απόσταση βόρεια από την κωμόπολη Κολυμβάρι και 25 χλμ. δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης (στη δυτική γωνιά του νομού Χανιών, όπως δηλώνει και το όνομά της). Η μονή Γωνιάς διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην κρητική ιστορία.

Ήταν πάντα εστία αντίστασης σε όλους τους κατακτητές της Κρήτης και γι’ αυτό καταστράφηκε πολλές φορές από τους διάφορους κατακτητές (π.χ. Τούρκοι και Γερμανοί), όπως μαρτυράει και ένα καρφωμένο βόλι στο ανατολικό τείχος της.

Σώζονται το Καθολικό της μονής και ερείπια από τα κελιά του παλιότερου μοναστηριού που υπήρχε εκεί από τον 9ο αιώνα. Το Καθολικό διασώζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα με εικόνες του ζωγράφου Παρθενίου και άλλων, ενώ στους τοίχους και τα παρεκκλήσια υπάρχουν και άλλες εικόνες της Κρητικής Σχολής.

Στη μονή διετέλεσαν Ηγούμενοι σπουδαίες προσωπικότητες. Ανάμεσα τους ο Μισαήλ Αποστολίδης, διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας του βασιλέως Όθωνα, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ιδιαίτερα φροντισμένη είναι η Τράπεζα της μονής και το Ηγουμενείο. Στο σκευοφυλάκιο στη νότια πτέρυγα είναι εκτεθειμένη μια σημαντική συλλογή φορητών εικόνων από το 14ο αιώνα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Γωνιάς με ένα μεγάλο αριθμό παλαίτυπων βιβλίων και μερικά χειρόγραφα του 17ου-19ου αιώνα.

Η μονή έχει προσφέρει πολλά στην τοπική κοινωνία, ενώ την δεκαετία του 1960 πρόσφερε μεγάλη έκταση, σε απόσταση μόλις δεκάδων μέτρων από αυτήν, για την ίδρυση της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, η οποία λειτουργεί από το 1968. 

Η Ιερά Μονή Γωνιάς πανηγυρίζει στην Κοίμηση της Παναγίας στις 15 Αυγούστου.

Τηλ. μονής: (+30)2824022281

Ακολουθεί το κείμενο της εξαιρετικής εργασίας μαθητών του Γυμνασίου Κολυμβαρίου Χανίων για την Ιερά Μονή Παναγίας Γωνιάς. (Ευχαριστούμε τον υπεύθυνο καθηγητή π. Γεώργιο Σπανουδάκη για την αποστολή του υλικού στο monastiria.gr):

«Ιερά Μονή Γωνιάς: Ένας φάρος Ορθοδοξίας στην πορεία του χρόνου»

Ξεκινώντας από το Κολυμπάρι προς την Κίσσαμο κι ακολουθώντας έναν δύσβατο δρόμο πάνω στα χνάρια ενός πλακόστρωτου ρωμαϊκού, φτάνομε σ’ ένα μαγευτικό όρμο με το όνομα Μένιες βορειοδυτικά του ακρωτηρίου Σπάθα. Στη θέση αυτή βρισκόταν στην αρχαιότητα ο σημαντικότερος τόπος λατρείας της δυτικής Κρήτης, το ιερό της Δίκτυννας.

Στον ίδιο χώρο μοναχοί Ζηλωτές έκτισαν στα μέσα του 9ου αιώνα το μοναστήρι του αγίου Γεωργίου. Όμως η περιοχή και φυσικά το μοναστήρι δεχόταν συχνά τις επιδρομές των πειρατών που ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την περιοχή το 13ο αιώνα. Έτσι μετακινήθηκαν νοτιότερα προς τους πρόποδες του λόφου, στη θέση «Καβούσι» και έκτισαν νέο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Η πλούσια ασκητική παράδοση της Χερσονήσου της Σπάθας οδήγησε τους μοναχούς που ασκούνταν σε μονύδρια και σκήτες να συνοικισθούν σ’ ένα μεγάλο μοναστήρι. Σήμερα ο σωζόμενος ναός, γνωστός ως «Καθολικό» είναι κοιμητηριακός, σε ρυθμό βασιλικής με σωζόμενες τοιχογραφίες και όταν κτίσθηκε το νέο μοναστήρι ακριβώς απέναντι, αφιερώθηκε στη Μεταμόρφωση του Χριστού.

Ο Όσιος Βλάσιος

Ανάμεσα στους πατέρες που εγκατέλειψαν τη Μονή του Αγίου Γεωργίου και ήρθαν στο «Καβούσι», ήταν και ο μοναχός Βλάσιος, από την Αμάσεια της Κύπρου.

Ο Βλάσιος ήταν άτομο με αρχές, θεοσεβούμενος, λουσμένος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όλη του η ζωή ήταν ταπεινή και αφιερωμένη στο Θεό.

Ο όσιος Βλάσιος το 1618 είδε στο σημείο που κτίστηκε έπειτα η Μονή, ένα φως, ένα βράδυ που προσευχόταν. Δεν έδωσε σημασία. Ούτε το επόμενο βράδυ. Το τρίτο κατέβηκε στον τόπο που έβγαινε το φως. Στη ρίζα ενός σκίνου, είδε το φως που έβγαινε από ένα καντήλι, το οποίο συντρόφευε την εικόνα της Παναγίας! Ο Βλάσιος συγκλονίστηκε μπροστά στη μεγάλη τιμή που του έκανε η Παναγία να φανερωθεί σε αυτόν.

Στην συνέχεια, γονάτισε μπροστά της με χαρά και άρχισε την προσευχή. Πήρε με τρεμάμενα χέρια την εικόνα της Παναγίας και την πήγε στο Ασκητήριό του.

Όμως η χαρά του δεν κράτησε. Το ίδιο βράδυ, η εικόνα γύρισε στον ίδιο σκίνο, φωτισμένη με το ίδιο φως.

Ο Άγιος πανικοβλήθηκε και στενοχωρήθηκε νομίζοντας ότι η Παναγία, λόγω της αναξιότητάς του, δεν ήθελε να μείνει μαζί του. Γνωρίζοντας όμως την ευσπλαχνία της γύρισε στο σημείο που βρήκε την εικόνα να την πάρει πίσω. Έφτασε στο γνώριμο σημείο και πήρε την εικόνα και τη μετέφερε πάλι στο Ασκητήριό του. Γονάτισε μπροστά της και ζήτησε από την Παναγία να του φανερώσει το θέλημά της.

Και τότε, η Παναγία φανερώθηκε περίλαμπρη μπροστά του: «Τέκνον Βλάσιε. Είμαι η Θεοτόκος και επιθυμώ στον τόπο αυτόν της ευρέσεως της σεπτής και Αγίας Εικόνος μου να οικοδομήσεις ναόν». Αυτά του είπε και εξαφανίστηκε. Η ίδια η Παναγία τον οδήγησε στο σημείο που ήθελε η ίδια να κτιστεί η εκκλησία και για αυτό ονομάστηκε Οδηγήτρια.

Επίσης Γωνιά ονομάστηκε λόγω της θέσης της στη γωνία του κόλπου των Χανίων.

Η ανοικοδόμηση άρχισε αμέσως το 1618. Ο Βλάσιος καλλιέργησε και δεντροφύτευσε το μέρος. Για τη διοίκηση της μονής είχε συντάξει κώδικα με 20 κεφάλαια. Αλλά όταν έφθανε η οικοδομή στο κορδόνι, πέθανε στις 17 Ιανουαρίου του 1631. Το όνομά του γράφτηκε στην αγία πρόθεση σαν αιώνιο μνημόσυνο.

Όμως το έργο δε σταμάτησε. Ο Βενέδικτος Τζαγκαρόλας συνέχισε το έργο του.

Ο Βενέδικτος Τζαγκαρόλας

Ο Βενέδικος Τζαγκαρόλας ανέλαβε τη μονή το 1631 συνεχίζοντας το έργο που άρχισε ο Όσιος Βλάσιος. Ο Βενέδικτος καταγόταν από ονομαστή οικογένεια των Χανίων της οποίας η ρίζα της ήταν από την Βενετία και είχε εισχωρήσει στο Ορθόδοξο δόγμα. Ο ρόλος της μεγάλης οικογένειας των Τζαγκαρόλων στην οικοδόμηση και την οργάνωση της Μονής Οδηγήτριας Γωνιάς, ήταν πολύ σημαντικός, γι αυτό η μονή λεγόταν αρχικά Κυρία του Τζαγκαρόλου στη Γωνιά. (Εκτός από το Βενέδικτο, υπήρχε και ένας ακόμη μοναχός από την οικογένεια των Τζαγκαρόλων, με το μοναστικό όνομα Ιωακείμ).

Ο Βενέδικτος ήταν εξέχουσα προσωπικότητα της όψιμης Ενετοκρατίας, με σπάνια μόρφωση και εξαιρετικές ικανότητες. Επίσης ήταν και σπουδαίος υμνογράφος. Έχουν δει τη δημοσίευση έργα του όπως κανόνες, ακολουθίες, επικά επιγράμματα και τα μακαριστάρια του Ιωάννη του Ερημίτη της μονής Γουβερνέτου. Υπήρξε μαθητής σημαντικών λογίων της εποχής, τους οποίους σεβόταν και μνημόνευε.

Προφανώς μόνασε σε κάποιο άλλο μοναστήρι και μετά την ίδρυση της Μονής και την έναρξη των οικοδομικών έργων κατέφυγε εκεί, όπως και πολλοί άλλοι μοναχοί.

Η παρουσία του Βενέδικτου έδωσε κύρος στη μονή και συνετέλεσε στην ταχύτατη ανάπτυξή της. Έκτισε την τράπεζα, το ηγουμενείο, τις αποθήκες, τα κελάρια. Την 28η Οκτωβρίου του 1637 δήλωσε στις ενετικές αρχές τα μετόχια και τα εισοδήματα της μονής του, όπως και τους 24 μοναχούς που ζούσαν τότε εκεί. Στο έργο της οικοδομής η Παναγιά του έστειλε έναν σπουδαίο βοηθό, τον Γιώργο Μουρμούρη ο οποίος βοήθησε σημαντικά, τόσο για την ανοικοδόμηση, όσο και για την συντήρησή της.

Η περίοδος της ηγουμενίας του Βενέδικτου (14 χρόνια) συνέπεσε με την τούρκικη επίθεση κατά της Κρήτης το 1645 και την κατάληψη του δυτικού τμήματος του νησιού. Όπως μαρτυρεί ο Κώδικας, ο ίδιος στενοχωρημένος από τους Τούρκους πήγε στα Επτάνησα για να συγκεντρώσει εράνους υπέρ της μονής του και πέθανε στην Κέρκυρα.

Το κτίσιμο του ναού της Παναγίας άρχιζε το 1618 και τελείωσε το 1634, όπως άλλωστε μαρτυρεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δυτικό πάνω μέρος του τρούλου.

Η Μονή Γωνιάς επί Ενετοκρατίας

Επί ενετοκρατίας η Μονή Γωνιάς ήταν ένα από τα εντυπωσιακότερα φρουριακά μοναστήρια της Κρήτης. Ξέρομε βέβαια πως αυτή την εποχή οι περισσότερες μητροπόλεις είχαν καταργηθεί και η μοναστηριακή και εκκλησιαστική περιουσία ήρθε στα χέρια των Βενετών. Ο μοναχισμός όμως είχε άνθιση στην Κρήτη κατά τον 17ο αιώνα διότι οι ενετικές αρχές και οι συνειδητοί μοναχοί επιδίωκαν την οργάνωση του μοναχισμού σε υγιείς βάσεις για να αποτραπεί η προσέλευση μοναχών που πήγαιναν σε μικρά και ευκαιριακά μοναστήρια μόνο για να αποφύγουν τις αγγαρείες που τους βάζανε.

Έτσι χτίζονταν νέες μεγάλες μονές την εποχή που οι Ενετοί παραχωρούν θρησκευτικές ελευθερίες σε όλη την Κρήτη. Ανάμεσα σ’ εκείνους που βοήθησαν οικονομικά το μοναστήρι ήταν ο Γεώργιος Μόρμορης.

Ποιος ήταν όμως ο Γεώργιος Μούρμουρης; Δεν είναι γνωστό αν ταυτίζεται με τον Γεώργιο Μόρμορη, ευκατάστατο Χανιώτη που πέθανε πρόσφυγας στο Χάνδακα κατά τη διάρκεια της πολυετούς πολιορκίας αυτής της πόλης. Ο Γεώργιος Μόρμορης έζησε κατά την εποχή που χτίζονταν η Μονή Γωνιάς και η αδερφή του ήταν ηγουμένη της Μονής Αγίου Ματθαίου. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο Γεώργιος Μόρμορης που πέθανε στο Χάνδακα να ήταν ο ίδιος ο αφιερωτής και της Γωνιάς. Θεωρείται κι αυτός ιδρυτής της Γωνιάς λόγω της τεράστιας περιουσίας που αφιέρωσε.

Κάπου αλλού στον κώδικα γράφεται ένα ακόμα όνομα Μόρμορη ή Μούρμουρη που αναφέρεται στον Ιερομόναχο Ιερόθεο. Από τις πληροφορίες που έχει ο κώδικας καταλαβαίνουμε ότι ήταν ένας από τους πρώτους ηγούμενους επί τουρκοκρατίας. Ο Ιερόθεος γνωρίζουμε ότι ηγουμένευε «την εποχή των μεγάλων κινδύνων», μετά την τουρκική απόβαση και αναχώρηση του Βενέδικτου Τζαγκαρόλου στα Επτάνησα και διαδέχτηκε πιθανόν τον Ιερεμία Μπαρότζη.

Η Μονή Γωνιάς ήταν ήδη με το τέλος της Ενετικής εποχής ένα ισχυρό μοναστηριακό συγκρότημα όπως αναφέρεται. Η ίδρυσή της έπαιξε σημαντικό ρόλο για τους ορθόδοξους Κρητικούς. Άρχισαν να μαζεύονται στη Γωνιά πολλοί μοναχοί από κοντινές μονές, και πολλοί άρχισαν να αφιερώνουν στη μονή σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.

Ένας από αυτούς είναι ο Γεώργιος Γαβαλάς που είχε δύο εκκλησίες στα Τοπόλια και τις αφιέρωσε και έγινε ο ίδιος μοναχός στη Μονή Γωνιάς με το όνομα Γρηγόριος. Ο ένας ναός ήταν καθιερωμένος στο όνομα Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και ο άλλος στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Άλλος ένας αφιερωτής ήταν ο Ιωάννης Βερίβος, ιερέας από τις Βουκολιές που αφιέρωσε από την περιουσία του την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Παράλληλα, η μονή εμπλουτίστηκε με εικόνες και ιερά σκεύη που σήμερα αποκαλύπτουν ότι η μονή επί Ενετοκρατίας υπήρξε σημαντικό κέντρο διάδοσης της Βυζαντινής τέχνης.

Η θρησκεία στην Κρήτη επί Τουρκοκρατίας

Αμέσως μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους άρχισε μία νέα εποχή για τον κρητικό μοναχισμό. Οι Τούρκοι μπορεί να αποκατέστησαν την ορθόδοξη ιεραρχία που είχε καταργηθεί από τα πρώτα χρόνια της ενετικής κατοχής, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι αποκατέστησαν και τις θρησκευτικές ελευθερίες. Ο ισλαμικός ιερός νόμος απαγόρευε την ίδρυση νέων μονών και οι οθωμανικές αρχές εφάρμοσαν μια σκληρή τακτική απέναντι στους ορθοδόξους Κρήτες. Κατέβασαν τις καμπάνες από τους ναούς, απαγόρευσαν την επισκευή ναών και μονών και επέβαλαν βαρύτατη φορολογία, που γινόταν ακόμα βαρύτερη λόγω των τουρκικών αυθαιρεσιών. Παράλληλα μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των μοναχών της Κρήτης και έλειπαν οι μοναχοί που κατέφευγαν στα μοναστήρια για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, αποφεύγοντας τις ποικίλες υποχρεώσεις τους προς το ενετικό κράτος και κυρίως την απάνθρωπη αγγαρεία στο κουπί… Τα μεγάλα μοναστήρια ήταν εκείνα που κατάφεραν να ανταποκριθούν στις καταπιέσεις απέναντι στο τουρκικό κράτος και να πληρώνουν σημαντικά ποσά στα διάφορα οθωμανικά κέντρα εξουσίας. Το μοναστήρι της Γωνιάς ήταν ήδη οργανωμένο σύμφωνα με το κοινοβιακό σύστημα και οι πολλές αφιερώσεις το έκαναν ακόμα πιο ισχυρό.

Στον Κώδικα της μονής σώζονται αναφορές που αποκαλύπτουν τις τραγικές συνέπειες της τουρκικής Κατοχής. Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκικής Κατοχής παρατηρήθηκαν μαζικοί εξισλαμισμοί σε πολλές περιοχές της υπαίθρου. Το θλιβερό αυτό φαινόμενο δημιούργησε τους περιβόητους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι προξένησαν πολλά προβλήματα στην πατρίδα τους. Αυτοί οι άνθρωποι, είχαν στενούς συγγενείς, ακόμη και τους ίδιους τους γονείς τους. Και αμέσως μετά τον εξισλαμισμό τους δεν ήταν δυνατόν να αποκοπούν από τις πατρογονικές τους συνήθειες.

Ένας από τους ηγουμένους που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της μονής κατά τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ο Ησαΐας Τεσταβούζας που εξελέγη το 1767. Πριν από το 1778 μετέβη στην Κων/πολη, ύστερα από απόφαση της Συνάξεως των Γερόντων και ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την ανανέωση των σταυροπηγιακών προνομίων της μονής.

Επί της ηγουμενίας του Ησαΐα κατασκευάστηκε το κωδωνοστάσιο της μονής και τοποθετήθηκε η πρώτη μικρή καμπάνα. Το γεγονός εξόργισε τους Τούρκους, η θρησκεία των οποίων απαγόρευε την ανάρτηση και την κρούση των κωδώνων. Προσπάθησαν να κατεβάσουν την μικρή καμπάνα της μονής, αλλά η διπλωματική στάση του ηγουμένου, που τους περιποιήθηκε και τους τραπέζωσε, δεν τους άφησε περιθώρια αντιδράσεων. Οι νόμοι και οι απαγορεύσεις είχαν ισχύ στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που η εφαρμογή τους δεν προσέκρουε στη διαφθορά της εξουσίας. Οι Τούρκοι κατέφυγαν στον πασά στα Χανιά, ζητώντας του να ενεργήσει εκείνος για να σταματήσει η κρούση της καμπάνας στο μοναστήρι. Ο πασάς με τη σειρά του κάλεσε τον Ηγούμενο Ησαΐα Τεσταβούζα σε απολογία. Ο ηγούμενος, που γνώριζε τη διαφθορά των εκφραστών της οθωμανικής εξουσίας, πήγε κρατώντας μαζί του πλουσιότατα δώρα, τόσα που ο πασάς άλλαξε γνώμη και… τάχτηκε υπέρ των μοναχών. Πήγε ο ίδιος ο πασάς στη μονή για να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Μπροστά στους συγκεντρωμένους ομοθρήσκους του άρχισε να χτυπά την καμπάνα και να λέει ότι… ήταν λέρι (κουδούνι προβάτων) το οποίο χτυπούσαν οι καλόγεροι για να ξυπνούν το πρωί, επιπλήττοντας τους Τούρκους που φοβήθηκαν … το λέρι. Ύστερα απ’ αυτό το γεγονός η Μονή Γωνιάς ήταν το δεύτερο μοναστήρι της Κρήτης στο οποίο χτυπούσε καμπάνα επί Τουρκοκρατίας. Το άλλο ήταν το Αρκάδι.

Η Τουρκική απόβαση του 1645

Κοντά στο Μοναστήρι της Γωνιάς αποβιβάστηκε στις 23 Ιουνίου του 1645 ο τουρκικός στρατός, αρχίζοντας την κατάληψη της Κρήτης. Το πού ακριβώς έγινε η απόβαση δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Υποστηρίχτηκε ότι οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Γωνιά και κατέστρεψαν το μοναστήρι. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι η απόβαση δεν έγινε κοντά στη μονή. Διαφωνίες υπήρξαν και ως προς το αν τελικά οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη μονή. Οι πηγές εκείνης της εποχής δεν ξεκαθαρίζουν εντελώς τα πράγματα.

Το βέβαιο είναι ότι οι μοναχοί εγκατέλειψαν το μοναστήρι τους. Και δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι η Μονή Γωνιάς βγήκε αλώβητη από τα μεγάλα εκείνα γεγονότα που συνέβησαν δίπλα της το 1645. Μετά την κατάληψη της περιοχής χρειάστηκε να γίνουν επισκευές, ενώ η περίοδος ερήμωσης της μονής επέφερε σημαντικά προβλήματα.

Η Μονή γίνεται Σταυροπηγιακή

Το 1662, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, βρέθηκε στο πηδάλιο της μονής ένας δραστήριος ηγούμενος, ο Ησαΐας Διακόπουλος. Ήταν εκείνος που κατάλαβε πως η μονή έπρεπε να οργανωθεί σε νέες βάσεις και σύμφωνα με τις ανάγκες που δημιουργούσε η υποδούλωση από τους Τούρκους. Γι’ αυτό το λόγο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και με ενέργειές του ανακηρύχτηκε η μονή Σταυροπηγιακή και απόκτησε μερικά προνόμια.

Το 1670, ο Ησαΐας παραιτήθηκε από την ηγουμενία και επιλέχτηκε ο Ιερομόναχος Αμβρόσιος Αβαδάκης. Το 1690 επιλέχτηκε ηγούμενος ο Ματθαίος Αβαδάκης. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του, δόθηκε και νέο πατριαρχικό σιγίλιο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο Β΄ με το οποίο επικυρώθηκε η σταυροπηγιακή αξία της μονής, ύστερα από αίτηση της μοναστικής κοινότητας. Στο σιγίλιο αυτό διευκρινίζεται ότι το παλιό έχει αποτεφρωθεί σε κάποιο παρεκκλήσι της μονής. Μας είναι άγνωστο πότε και κάτω από ποιες συνθήκες αποτεφρώθηκε. Το 1690 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Β΄ ανανέωσε τα σταυροπηγιακά προνόμια της μονής. Το 1778 και το 1797 οι Πατριάρχες Σωφρόνιος ο Β΄, Γρηγόριος ο Ε΄, ανανέωσαν τα σταυροπηγιακά αυτά προνόμια.

Είναι λοιπόν η μονή μας και ονομάζεται Σταυροπηγιακή, γι’ αυτό σ’ όλες τις Ιερές Ακολουθίες μνημονεύεται όχι το όνομα του τοπικού Επισκόπου, αλλά του Οικουμενικού Πατριάρχου. (Τη Μονή έχουν επισκεφθεί δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες, ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας το 1963 και ο νυν Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος το 1992.)

Ο Κτιτωρικός Κώδικας

Ο Ησαΐας Διακόπουλος συνέταξε τον πολύτιμο Κτητορικό Κώδικα της μονής το 1665 και μέσα σ’ αυτόν περιέχεται το κείμενο του μοναστηριακού τυπικού, ένα από τα ελάχιστα που σώζονται από τις κρητικές μονές στην Ενετοκρατία. Με το Τυπικό, αναγράφονται πράξεις εκλογής Γερόντων της Σύναξης και Ηγουμένων, επίσης καθορίζονται οι κανόνες με τους οποίους θα έπρεπε να διοικηθεί το μοναστήρι και επισημαίνονται τα μοναστηριακά καθήκοντα. Από τα σημειώματα αυτά μπορούμε να παρακολουθήσουμε λεπτομερώς το βίο της μονής από το 1665 και για όλο το διάστημα της τουρκικής κατοχής.

Η επανάσταση του 1821

Η επανάσταση του 1821 βρήκε την μονή σε ανοδική πορεία λόγω των συνεχών αφιερώσεων, της οικονομικής ισχύος και της συρροής πλήθους προσκυνητών. Ηγούμενος ήταν ο Παρθένιος Ρασπάνης , μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Τον Ιούνιο οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Παρθένιο μαζί με τον επίσκοπο Κυδωνίας Καλλίνικο Σαρπάκη και τον ηγούμενο της Μονής Γουβερνέτου. Σύμφωνα με ένα κείμενο ο Παρθένιος πέθανε μέσα σε μια φυλακή κάτω από φρικτές συνθήκες. Οι υπόλοιποι μοναχοί διασκορπίστηκαν και η μονή έμεινε έρημη. Ο ιερομόναχος Παρθένιος που εκτελούσε χρέη οικονόμου, βρήκε τον τρόπο να αποστείλει στην Ελλάδα τις εικόνες και τα πιο πολύτιμα πράγματα του μοναστηριού γνωρίζοντας ότι ο τούρκικος κίνδυνος ήταν άμεσος. Κατά την επανάσταση του ’21 η μονή χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο των πολεμιστών. Εδώ πέθαναν και τάφηκαν οι πολεμιστές Σήφακας (Ιωσ. Κωνσταντουδάκης) και Μαν. Πρωτοπαπαδάκης το 1823. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης η μονή υπέστη λεηλασίες και βαριές φορολογίες από τους Τούρκους.

Μετά την λήξη της επανάστασης η αδελφότητα φρόντισε να επιστραφούν οι εικόνες στη μονή και να αρχίσει το έργο της ανασυγκρότησης. Η τούρκικη διοίκηση είχε ήδη αντικατασταθεί από την αιγυπτιακή του φιλόδοξου Μωχάμετ Άλυ. Οι Αιγύπτιοι παραχώρησαν θρησκευτικές ελευθερίες στους υπόδουλους Κρήτες και η Μονή Γωνιάς απέκτησε ένα ειδικό έγγραφο, «μπουγιουρουλτού», με το οποίο παραχωρούνταν παντός είδους ασφάλεια και ελευθερία από τις τουρκικές αυθαιρεσίες καθώς και η άδεια να επισκευαστούν τα κτίρια.

Οι εντυπώσεις του περιηγητή Robert Pashley

Το 1834 επισκέφτηκε την Μονή ο Άγγλος περιηγητής Robert Pashley. Οι μοναχοί τον φιλοξένησαν και ας έλειπε ο ηγούμενος και ο Πάσλευ έγραψε με θετικά λόγια για την φιλοξενία που του επιφύλαξαν οι μοναχοί. Αυτός εντυπωσιάστηκε πολύ από τον πλούτο των εικόνων που δεν συνάντησε σε άλλα κρητικά μοναστήρια και από την τραπεζαρία την οποία περιγράφει λεπτομερειακά. Λέει επίσης ότι οι μωαμεθανοί δεν έκαψαν την εκκλησία ούτε κατάστρεψαν τα ξυλόγλυπτα με τα οποία κοσμούνταν. Αναφέρεται στον κρητικό αγώνα που απ’ ό,τι μας λέει απασχολούσε πολύ τους μοναχούς. Μας δίνει επίσης σημαντικά στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του μοναστηριού που είχε χάσει πολλά στον πόλεμο. Πριν το 1821 είχε 20 πατέρες, 15 καλόγερους, 5-6 διακόνους και 50-60 δουλευτάδες που καλλιεργούσαν τα οκτώ μετόχια του υπό την επίβλεψη ενός πατέρα σε κάθε κτήμα. Το 1834 που το επισκέφθηκε μας λέει ότι το μοναστήρι αδυνατούσε να καλλιεργήσει τα χωράφια του τα οποία νοίκιαζε σε ένα αγρότη λαμβάνοντας το μισό της σοδειάς που ήταν πολύ μικρό.

Η επανάσταση του 1841

Το 1841 οι Κρητικοί οπλαρχηγοί χωρίς να έχουν κλονιστεί από την επανάσταση του 1821 άρχισαν μια νέα επανάσταση που εξελίχθηκε στην δυτική και ανατολική Κρήτη. Φαίνεται πως η μονή είχε διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο κι ότι ήταν το στρατηγείο της επανάστασης. Η Μονή Γωνιάς καταστράφηκε για τρίτη φορά και ερημώθηκε. Ο ηγούμενος Παρθένιος Φρουδάκης δραπέτευσε από τις Μένιες και απέφυγε τη σύλληψη.

Η επανάσταση του 1866-1869

Μετά τις καταστροφές που έζησε το μοναστήρι οι μοναχοί κάθε μέρα ζούσαν με το εφιαλτικό ερώτημα μήπως χτυπήσουν πάλι οι Τούρκοι .

Και να που ξαναχτύπησαν! Ξημερώνοντας η 14η Ιουνίου του 1867, δύο τουρκικά πολεμικά πλοία φορτωμένα με Τούρκους εισβάλουν πάλι στη Μονή, από την παραλία αυτή την φορά. Οι Τούρκοι γνωρίζουν καλά ότι η Γωνιά ήταν εστία όπου γινόντουσαν τα συμβούλια και οι συσκέψεις των επαναστατών καθώς και οι ανεφοδιασμοί, αυτός το πιο πιθανόν να ήταν ένας από τους λόγους του μίσους που είχαν οι Τούρκοι γι’ αυτήν. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Μιχάλης Αναστασάκης στο βιβλίο του «Αι αξίαι της Κισάμου» θα παραλληλίσει τη Μονή Γωνιάς με εκείνη του Αρκαδίου.

Ένα από τα βόλια που εξαπέλυσαν ανηλεώς τα τουρκικά κανόνια τότε, σφηνώθηκε στον τοίχο του ιερού του καθολικού της Μονής, το οποίο βρίσκεται ακόμα στο ίδιο σημείο, στο κέντρο ειδικής πλάκας με την επιγραφή «ΒΛΗΜΑ ΤΟΥΡΚΙΚΟΝ -14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1867». Στη συνέχεια αποβίβασαν στρατό, κατέλαβαν τη Μονή, τη λήστεψαν και σαν να μην έφτανε αυτό έκαψαν και την βιβλιοθήκη της και βεβήλωσαν τους τάφους. Επίσης σκότωσαν δύο καλόγερους και τρεις εργάτες ενώ τέσσερις καλόγερους τους φυλάκισαν. Οι βάρβαροι στη συνέχεια άρπαξαν ό,τι μπορούσε να μετακινηθεί όπως άμφια, ρούχα, ένα πολύτιμο επάργυρο Ευαγγέλιο. Ευτυχώς κάποια πράγματα οι μοναχοί τα είχαν κρύψει σε κρυψώνες μέσα κι έξω από τη μονή. Επίσης οι Τούρκοι μετέφεραν στο πλοίο τους 10 βόδια και 30 χοίρους και αιγοπρόβατα που έτρεφε η Μονή. Πήραν λάδι και κρασί όσο μπορούσαν και τα υπόλοιπα τα έχυσαν κάτω. Τέλος έβαλαν φωτιά και εξαφανίστηκαν, αλλά ευτυχώς η φωτιά έσβησε εγκαίρως.

Από τους πυροβολισμούς ένα μέρος της μονής κατεδαφίστηκε, ο θόλος του ναού χάλασε αλλά και το χωριό καταστράφηκε κατά ένα μέρος. Ενώ γίνονταν αυτά οι επαναστάτες βρίσκονταν γύρω από το χώρο της μονής και ενοχλούσαν τον τουρκικό στρατό και αν ο Σκαλίδης δεν βρισκόταν εκεί θα είχαν λαφυραγωγήσει το Μοναστήρι εντελώς.

Σημειωτέον ότι μέχρι τη λήξη της επανάστασης στις 15 Ιανουαρίου του 1869, χρέη ηγουμένου εκτελούσε ο Καλλίνικος Κοκκινάκης ο οποίος παρόλο που οι περισσότεροι μοναχοί έφυγαν, έμεινε εκεί μαζί με ελάχιστους αδελφούς για να διαφυλάξει ει δυνατόν τα εναπομείναντα στη μονή που τα έκρυψε ακόμη και σε σπήλαια. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε πιστός στρατιώτης, αν και το μοναστήρι χρησιμοποιούνταν σαν ξενώνας των Οθωμανών που έφθαναν από στεριά και θάλασσα και υπέστη όλα τα δεινά από τα διάφορα στρατεύματα μέχρι που ησύχασαν κάπως τα πράγματα και αποφυλακίστηκαν μετά από παρακλήσεις του Καλλίνικου οι φυλακισθέντες αδελφοί.

ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΠΕΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΕΛΑΪΔΗΣ

Στην περίοδο του 19ου αιώνα η Μονή Γωνιάς αποτελούσε μόνιμο πεδίο εθνικών αγώνων, οι μοναχοί της έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο για την απελευθέρωση, γι’ αυτό η Κρήτη οφείλει πολλά στους δύο πιο ξακουστούς μοναχούς της Οδηγήτριας Γωνιάς, τον Παρθένιο Περίδη και τον Παρθένιο Κελαϊδή. Και οι δύο τους υπήρξαν σημαίνουσες προσωπικότητες.

Ο Παρθένιος Περίδης (1810-1903) γεννήθηκε στην Ρογδιά Κισάμου το 1810, και σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Μονή Γωνιάς όπου διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα από τον Παρθένιο Φρουδάκη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έπειτα ξαναγύρισε στην Κρήτη όπου με τον ερχομό του άσκησε από το 1851 το επάγγελμα του Ελληνοδιδάσκαλου, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα σπουδαία εθνική δράση. Το 1855 έδωσε υποψηφιότητα ως Επίσκοπος Κισσάμου, αλλά οι προσπάθειές του για αυτή την θέση δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα γιατί δέχτηκε έντονες αντιδράσεις από τις τουρκικές αρχές. Μάλιστα οι Τούρκοι τον εξόρισαν στην Κωνσταντινούπολη και σε μοναστήρια της Τραπεζούντας επειδή τον θεωρούσαν επικίνδυνο λόγω της πατριωτικής του δράσης.

Το 1866 όμως επέστρεψε και βρισκόταν και πάλι στην Μονή. Στην συνέχεια έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της επανάστασης στο δυτικό τμήμα του νησιού. Εξελέγη πληρεξούσιος Κισσάμου και μαζί με το μαθητή του Παρθένιο Κελαϊδή και άλλους Κρητικούς είχε αναλάβει το έργο της αλληλογραφίας με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.

Μετέπειτα χρημάτισε Πρόεδρος της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών στη μεγάλη επανάσταση του 1866-1869. Στις 20 /2/1866 έδωσε το πρώτο σύνθημα για την εξέγερση. Κάλεσε οπλαρχηγούς και προύχοντες στο παλιό καθολικό και τους ανακοίνωσε το μυστικό της κήρυξης της επανάστασης. Ήταν περιβόητος ως «Καπετάν Παπάς» όπως τον πρωτοείπε ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης και όσο ακόμη ζούσε η δράση του ήταν θρυλική και όλη η Ελλάδα μιλούσε για αυτόν. Ο πόλεμος και οι κακουχίες δεν τον τρόμαζαν και οι αποφάσεις και συμβουλές του ήταν σοφές. Μάλιστα η εφημερίδα «Βουλή» της Αθήνας στις 15-3-1874 είχε γράψει ένα άρθρο εξαιρετικά αφιερωμένο για τις δράσεις του.

Όταν η επανάσταση τέλειωσε ο Περίδης παραδίνεται μαζί με 250 ακόμη συναγωνιστές του και αφού δέχεται τους δημόσιους εξευτελισμούς και τις φυλακίσεις επιστρέφει στο μοναστήρι παρακολουθούμενος στενά από τους Τούρκους. Όμως η ιδέα της εκδίωξης των Τούρκων ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωή του. Στον πύρινο επικήδειο λόγο του που έβγαλε για τον συμπολεμιστή του Τζικριτζή οι Τούρκοι βρήκαν την αφορμή να απαλλαγούν οριστικά απ’ αυτόν και τον φυλακίζουν στις φυλακές της Μικράς Ασίας. Εκεί μένει τρία χρόνια και δραπετεύει υποκρινόμενος τον νεκρό και φυγάς επανέρχεται στην Αθήνα. Εκεί συνεχίζει τη δράση του βοηθώντας με ποικίλους τρόπους τους Κρητικούς και προωθώντας το Κρητικό ζήτημα.

Στην επανάσταση του 1878 είναι ηλικιωμένος πια αλλά από την Αθήνα όπου βρίσκεται φροντίζει για την προετοιμασία και την αποστολή ένοπλης βοήθειας προς την Κρήτη, κατεβαίνει μάλιστα για λίγο διάστημα στο νησί για ηθική ενίσχυση.

Στα επαναστατικά γεγονότα 1896-1898 δεν μπορεί να τρέχει για τις ανάγκες του αγώνα λόγω ηλικίας, αλλά μέσα από την αλληλογραφία του με τα μέλη της Κρητικής συνέλευσης συμβουλεύει με την πολύτιμη πείρα του.

Το ελληνικό κράτος τον παρασημοφορεί για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα και του χορηγεί μηνιαίο βοήθημα. Είναι αξιοσημείωτη η ακτημοσύνη του αγωνιστή αυτού που πέθανε έχοντας μοναδική περιουσία του τα ρούχα, το μπαστούνι του και μερικά ψιλά….

Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Παρθένιος Περίδης ήταν ο πρώτος ιδρυτής ελληνικού σχολείου στην επαρχία Κισσάμου το οποίο ίδρυσε στα μοναστηριακά οικήματα του Γριμβιλιανού Μετοχίου το 1851 ή 1852.

Ένας ακόμη μοναχός της Γωνιάς με εθνική δράση και προσφορά ήταν ο Παρθένιος Κελαϊδής, ο πρωτουργός της Επανάστασης όπως τον είπε η Γενική Συνέλευση των Κρητών. Γεννήθηκε το 1830 στο Μουρί Σφακίων, έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον αδελφό του που ήταν δάσκαλος και μετά από προτροπή του Παρθένιου Περίδη έγινε μοναχός στην Γωνιά το 1854. Ήταν μαθητής του και συμμετείχε στην επανάσταση του 1866, ήταν μάλιστα ο πρώτος κληρικός που ευλόγησε τους πρώτους επαναστάτες και τα όπλα τους στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στους Λάκκους Χανίων. Το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας της επανάστασης έγινε στη Μονή Γωνιάς και συνεργάστηκε εκεί με τον Περίδη. Η τουρκική διοίκηση είχε στρέψει την προσοχή της σ’ αυτούς γιατί τους θεωρούσε πρωτεργάτες. Γι αυτό ο Ισμαήλ πασάς ζήτησε από τον επίσκοπο Κισσάμου Γεράσιμο να καθαιρέσει και τους δύο Παρθένιους αλλά αυτό δεν έγινε κι έτσι ο Παρθένιος τράβηξε για τις μάχες.

Μετά την πτώση του αγώνα αναχώρησε για την Τεργέστη όπου ήταν εφημέριος της ελληνικής κοινότητας. Παρά τη σημαντική του θέση επέστρεψε στην Κρήτη για να βοηθήσει στην προπαρασκευή της επανάστασης του 1878. Από τότε μέχρι την επανάσταση του 1905 πρωταγωνιστούσε στα κρητικά πράγματα. Εκλέχτηκε Επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου αλλά αυτός αρνήθηκε την θέση αυτή για να αφιερωθεί στο κρητικό πρόβλημα. Ακολούθως προσπάθησε να επηρεάσει τους πολιτικούς της Ιταλίας και έτσι κατόρθωσε να αναπτύξει έντονη διπλωματική δραστηριότητα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 άρχισε να προωθεί την ιδέα δημιουργίας μιας ημιαυτόνομης ηγεμονίας, η οποία θα είχε σκοπό να οδηγήσει την Ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αργότερα καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο για ανευλαβή συμπεριφορά εφόσον υποστήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος εκείνη την εποχή κυριαρχούσε στα πολιτικά πράγματα της Κρήτης. Δραπέτευσε και πέθανε στην Σύρο το 1905.

Η απόβαση του Τιμολέοντα Βάσσου

Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 η ελληνική κυβέρνηση του Δεληγιάννη έστειλε στρατό στην Κρήτη για την απελευθέρωσή της. Η αποστολή ελληνικού στρατού κατοχής είχε σκοπό την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού στο νησί – μετά τις σφαγές των χριστιανών τον Ιανουάριο του 1897 – και υπαγορεύτηκε από την επιθυμία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της κυβέρνησης να αποβιβαστεί ελληνική δύναμη πριν από τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή.

Έτσι στάλθηκε εκστρατευτική δύναμη που απαρτιζόταν από δύο τάγματα πεζικού, ένα τάγμα μηχανικού, ένα λόχο ευζώνων και μια πυροβολαρχία με αθροιστική δύναμη 1500 ανδρών. Αρχηγός ο υπασπιστής του βασιλιά, συνταγματάρχης Τιμολέοντας Βάσσος. Ο κόλπος του Κολυμβαρίου κρίθηκε ως το καταλληλότερο σημείο για να μην εμποδιστούν από το στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων.

Τα πλοία με το εκστρατευτικό σώμα έφθασαν την αυγή της 2ας Φεβρουαρίου 1897 στον κόλπο του Κολυμβαρίου. Ο συγκεντρωμένος λαός υποδέχθηκε τους εξερχομένους των πλοίων με ζητωκραυγές και πυροβολισμούς. Με ταχύτητα ξεφορτώθηκαν από τα πλοία τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα, και τα τηλεβόλα, διότι υπήρχε ο φόβος της παρακωλύσεως από το στόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ακολούθησε δοξολογία για την αίσια άφιξη και αποβίβαση στην Κρήτη του ελληνικού στρατού. Ο Σπηλιανός Μιχάλης Αναστασάκης που είχε ζήσει προσωπικά τα γεγονότα και είχε λάβει μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες του Νομού Χανίων κατά τα έτη 1896-1897 στο βιβλίο του «Ιστορία της Κισσάμου» παρομοιάζει την αποβίβαση του Τιμολέοντα Βάσσου με την απόβαση που έκανε το 961 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς στον Χάνδακα για να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Σαρακηνούς και συνεχίζει : « Μετά την δοξολογία ο λαός των πλησίων επαρχιών επί τη θέα και εκ των υψηλοτέρων και μεμακρυσμένων χωρίων, του ελληνικού στόλου, συγκεντρωθείς κατά πολλάς χιλιάδας, συν γυναιξί και τέκνοις, και μη δυνάμενος να συγκρατήσει την υπερβολική χαρά του επί τη πραγματική θέα τοσούτου στόλου και στρατού, ενώ εις προηγουμένας επαναστάσεις έβλεπε μόνον ομάδας επαναστατών ή και εθελοντών αξιωματικών εκ της ελευθέρας Ελλάδος, εζητωκραύγαζεν υπέρ του Ελληνικού Έθνους, του Βασιλέως και της Ενώσεως ην ενόμιζεν πραγματοποιούμενην πλέον. Οι γεροντότεροι Αρχηγοί και οπλαρχηγοί και λοιποί πολεμισταί οι επιζώντες από του 1830 και εντεύθεν, εκ της μεγάλης συγκινήσεως εδάκρυζαν, ησπάζοντο αλλήλους, και ο εις προς τον άλλον απέτεινε το «Χριστός Ανέστη» αδελφοκτέ, αληθώς Ανέστη αδελφέ μου, είδομεν ότι εζητούσαμεν, είδομεν και εφθάσαμεν την λαμπράν ημέραν αυτήν, μας ηξίωσεν ο Θεός, ενώ οι περισσότεροι συναγωνισταί μας εσκοτώθησαν ή απέθανον και δεν έζησαν να ιδούν ότι επραγματοποιήθησαν οι κόποι μας…… και άλλα πολλά, ενώ ησπάζοντο τους Αξιωματικούς και στρατιώτας του Ελληνικού στρατού οι καπεταναίοι και οι απλοί πολεμισταί.».

Φτάνοντας στο Κολυμπάρι ο Βάσσος εγκαθίσταται στη Μονή Γωνιάς και την επόμενη μέρα απευθύνει προκήρυξη στον κρητικό λαό και αποκτά αμέσως επαφή με τους επαναστάτες του Ακρωτηρίου καταστρώνοντας μαζί τους σχέδια για τις επιχειρήσεις που θα ακολουθούσαν. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρίσκεται στη Χαλέπα οργανώνοντας τους επαναστάτες και αναλαμβάνοντας τις συνομιλίες με τους ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων. Δίπλα στη μονή στήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατηγείο και για 20 μέρες ο Βάσσος σχεδίαζε με τους επιτελείς του μια στο στρατηγείο και μια μέσα στο μοναστήρι τις απαραίτητες κινήσεις για την κατάληψη του νησιού. Με ορμητήριο τη Μονή Γωνιάς βαδίζει και καταλαμβάνει τον πύργο των Βουκολιών και προχωράει προς τον Αλικιανό.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την κυβέρνηση να αποσύρει το στρατό του Βάσσου ο οποίος προχωρούσε από το Κολυμπάρι προς την επαρχία Κυδωνίας για να ελευθερώσει τα Χανιά. Πρότειναν τη λύση της αυτονομίας αλλά δεν έγινε δεκτή και τότε κατέλαβαν την Κρήτη διαιρώντας την σε ζώνες επιτήρησης. Στο τέλος όμως η κυβέρνηση Δεληγιάννη έδωσε εντολή να σταματήσει κι ο Τιμολέοντας Βάσσος πειθαρχώντας έμεινε στη θέση του. Στις 21/4/1897 μετά την κακή τροπή του πολέμου στη Θεσσαλία η κυβέρνηση Δ. Ράλλη ανακαλεί από την Κρήτη τον Βάσσο.

Τελευταίος επιβιβάστηκε στο καράβι της επιστροφής από την ακτή των Μεσογείων αμίλητος αφού ασπάστηκε το κρητικό χώμα. Το κρητικό όνειρο της ένωσης είχε διαψευσθεί για μια ακόμη φορά, όμως η αυγή της ελευθερίας άρχιζε να γλυκοχαράζει. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Το Κρητικό ζήτημα ταλάνισε την Ελλάδα μέχρι και το Δεκέμβριο του 1898 οπότε αναγνωρίζεται ως αυτόνομη Κρητική Πολιτεία με Ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο.

Μέχρι τότε όμως, χρειάστηκαν κι άλλοι αγώνες για την ελευθερία της νήσου αλλά για τη μονή η απόβαση του συνταγματάρχη Τιμ. Βάσσου αποκτά βαρύτητα. Ας μην ξεχνάμε πως απ’ αυτήν ξεκίνησε το 1645 η τουρκική κατάκτηση του νησιού κι απ’ αυτήν πάλι πρόβαλε η πρώτη ελπίδα για την απελευθέρωσή του !

Η Προσφορά της Μονής Γωνιάς στα Γράμματα

Η μονή της Γωνιάς έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών αλλά και όχι μόνο αυτών. Φωτισμένοι από την Χάρη του Θεού και ακολουθώντας την Οσιακή ζωή, οι Μοναχοί γινόταν δάσκαλοι της αρετής. Το Μοναστήρι της Γωνιάς όμως, διέθετε και εγγράμματους Μοναχούς που σε συνδυασμό με την Χάρη του Θεού αναδείχθηκαν μεγάλοι δάσκαλοι και ειδικά σε δύσκολες στιγμές όπως ήταν η περίοδος της Τουρκοκρατίας. Δίδασκαν τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τους ύμνους της εκκλησίας σε όλους που κατέφευγαν εκεί για να μάθουν, είτε κληρικούς είτε λαϊκούς. Εκτός την ψαλτική μάθαιναν τα Ελληνικά γράμματα, την Ιστορία της Κρήτης αλλά και γενικότερα ολόκληρης της Ελλάδας.

Οι Πατέρες της Μονής επίσης, συνέβαλαν ωφέλιμα στην οικονομική κατάσταση (καταθέτοντας χρήματα ή ό,τι άλλο ήταν δυνατό) αλλά ακόμα φρόντιζαν για την ένδυση και την υπόδηση των παιδιών.

Το σχολείο αυτό απ’ ό,τι φαίνεται λειτούργησε πολλά χρόνια εξυπηρετώντας την περιοχή. Σε παλιά εκκλησιαστικά βιβλία μπορεί κανείς να βρει γυμνάσματα μαθητών που προσπαθούσαν να μάθουν γραφή. Τέτοια άτυπα σχολεία λειτουργούσαν επί τουρκοκρατίας στα περισσότερα μοναστήρια της Κρήτης και οι μαθητές μοναχοί ή λαϊκοί διέμεναν εκεί. Στη λαϊκή μνήμη έμειναν ως «κρυφά σχολειά».

Πολλά ήταν τα παιδιά που φοίτησαν στο Κρυφό Σχολειό της Μονής και αργότερα διακρίθηκαν ως διδάσκαλοι , ιεροψάλτες ή κληρικοί. Επίσης αρκετοί ήταν αυτοί που με τις σπουδές τους δίδαξαν σε διάφορα σχολεία. Ένας από αυτούς ήταν και ο Μισαήλ Αποστολίδης (1789-1862) ο οποίος ήταν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου στην Αθήνα.

Είχε γεννηθεί το 1789 στο χωριό Μελισουργιό Κισσάμου και το 1800 πήγε στη Μονή Γωνιάς όπου διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Το μοναστήρι βλέποντας την κλίση που είχε στα γράμματα τον έστειλε στο φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης. Όταν τελείωσε τις σπουδές του πήγε στη Βιέννη όπου υπήρχε ακμάζουσα ελληνική παροικία και του ανατέθηκε η φροντίδα της ενορίας και της ελληνικής σχολής. Διέπρεψε σαν δάσκαλος και το 1817 προσκλήθηκε από την ελληνική κοινότητα της Τεργέστης για να διδάξει τα Ελληνόπουλα επί 15 χρόνια. Έμαθε Λατινικά, Ιταλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.

Όταν το 1830 άκουσε για τα επιτεύγματα αυτού του ανθρώπου, ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, τον παρακάλεσε να αναλάβει την κηδεμονία των παιδιών από την Ελλάδα που είχαν σταλθεί στο Μόναχο για να μορφωθούν.

Αργότερα ο Μισαήλ δέχεται να αναλάβει τα καθήκοντα του εφημέριου στον ορθόδοξο ναό που είχε ανεγείρει ο φιλλέλληνας βασιλιάς Λουδοβίκος στο Μόναχο για χάρη των Ελλήνων φοιτητών και ταυτόχρονα την διεύθυνση του «Ελληνικού Παιδαγωγείου». Το 1832 ο γιος του Λουδοβίκου Όθωνας εξελέγει βασιλιάς της Ελλάδας και ο Λουδοβίκος ζήτησε από τον Μισαήλ να γίνει δάσκαλός του, κάτι που αποδέχθηκε. Επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη βασιλική οικογένεια. Όλη αυτή η σημαντική του δράση τον ανέδειξε πρώτο πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Μητροπολίτη της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους!

Πρέπει επίσης να αναφέρομε ότι ο Μισαήλ Αποστολίδης χαρακτηρίζεται ως ο τέλειος δάσκαλος γιατί μετέδιδε στους μαθητές του την αγάπη προς την πατρίδα, την Θρησκεία αλλά και τους ενέπνεε σεβασμό από το ίδιο το παράδειγμά του.

Η Ι. Μ. Γωνιάς κατά τη Μάχη της Κρήτης και τη γερμανική Κατοχή

Η μονή πέρασε πολύ δύσκολες εποχές, εξορίες, λεηλασίες, βανδαλισμούς κ.α. Μετά από τις τόσες δυσκολίες η βαριά κληρονομιά και εθνική παρακαταθήκη συνεχίστηκε και κατά την επιδρομή του Χίτλερ στην περίοδο 1941-44.

Κατ’ αρχήν εκεί έμειναν ΄Αγγλοι τεχνικοί που κατασκεύαζαν το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Λίγο μετά, στη Μάχη της Κρήτης φιλοξένησε την σχολή Ευελπίδων. Μετά την κατάληψη του νησιού οι Γερμανοί έμαθαν όσα γίνονταν στο μοναστήρι και επέταξαν τα κτίρια και τον Αύγουστο του 1941, όταν βρήκαν ένα όπλο στο παρεκκλήσιο συνέλαβαν τους μοναχούς και τους έκλεισαν σε φυλακή στο Κολυμβάρι. Από κει έξι μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο Ιωακείμ Λατινάκη κλείστηκαν στην Γκεστάπο στα Χανιά. Ο Επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου Ευδόκιμος Συγγελάκης τους υπερασπίστηκε και μετά τον συνέλαβαν κι αυτόν οι Γερμανοί. Στις 16 του ίδιου μήνα μεταφέρονται στις φυλακές της Αγιάς όπου υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια. Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από επέμβαση του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη παρ’ όλο που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από το γερμανικό Στρατοδικείο.

Στο μεταξύ τοποθετούν στην είσοδο της μονής μια επιγραφή που έλεγε στους πολίτες «Απαγορεύεται η είσοδος πολιτών διότι ευρέθηκαν όπλα και πυρομαχικά εντός του ναού». Με διαταγή του Γερμανού Νομάρχη Χανίων καταλαμβάνουν τη μονή και τη μετατρέπουν σε στρατώνα. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στο μετόχι Κλαδουργιανά. Το μοναστήρι υπέστη καταστροφές, αφού έκαψαν τα στασίδια, τον Ι. Άμβωνα, και αφαίρεσαν πολύτιμα κειμήλια, και χειρόγραφα της βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στα βιβλία που χάθηκαν ήταν και το παλιό μοναχολόγιο. Κατεδάφισαν ακόμα και τα εξωτερικά κελιά και χρησιμοποίησαν το ναό σαν κοιτώνες των στρατιωτών. Μετά από δύο χρόνια, πάλι με επέμβαση του επισκόπου Κυδωνίας οι μοναχοί επανήλθαν στη Μονή σε ελάχιστα όμως δωμάτια. Όλη αυτή η βάναυση συμπεριφορά των Γερμανών κατακτητών προς το μοναστήρι οφειλόταν στο ότι προ της κατοχής είχε φιλοξενηθεί εκεί η σχολή Ευελπίδων και επίσης είχε χρησιμοποιηθεί σαν σταθμός μεταφοράς προς την Αφρική.

Παρ’ όλα αυτά το μοναστήρι μπόρεσε να φιλοξενήσει τα οστά των Γερμανών με αγάπη από το 1960 ως το 1970 οπότε μεταφέρθηκαν στο Γερμανικό Νεκροταφείο του Μάλεμε.

Η προσφορά της Ι.Μ. Γωνιάς στην κοινωνία

Η Μονή παρά τα τραύματα και τις κακουχίες της από τους Τούρκους και τους Γερμανούς και τις μεγάλες καταστροφές που έχε υποστεί υπάρχει ακόμα και στέκεται όρθια σαν φωτεινός φάρος Ορθοδοξίας. Οι μοναχοί παρόλο που αρνούνται τα εγκόσμια δεν αρνούνται τη βοήθεια προς τον κόσμο. Η πόρτα της Μονής ήταν και είναι πάντα ανοιχτή σε αυτούς που έχουν ανάγκη ψυχική ή υλική.

Στα μέσα Ιανουαρίου η τέταρτη ομάδα των μαθητών επισκεφθήκαμε το μοναστήρι της Γωνιάς. Εκεί ο ηγούμενος της μονής αφού μας καλωσόρισε και μας φίλεψε όπως κατά τη μοναστηριακή παράδοση συνηθίζεται, μας μίλησε και μας διηγήθηκε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για την προσφορά της Μονής στην τοπική κοινωνία.

Ο κόσμος – είπε – μας εμπιστεύεται, υπάρχει συνεργασία και επικοινωνία και το μοναστήρι κάνει ό,τι μπορεί για άτομα ή οικογένειες που έχουν ανάγκη. Αυτά ανήκουν στην ελεημοσύνη και μας τόνισε με σεμνότητα πως «ό,τι κάνει η δεξιά δεν πρέπει να το γνωρίζει η αριστερά».

Η Μονή έχει προσφέρει πολλές και μεγάλες εκτάσεις γης για κοινωφελή έργα που ευνοούν το Κολυμβάρι και την ευρύτερη περιοχή. Όταν ήρθε ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνoυ κ.κ. Ειρηναίος το 1957 δημιούργησε ένα κοινωνικό πρόγραμμα για να βοηθήσει τον άνθρωπο. Επειδή ο σεβασμιότατος είχε σπουδάσει στη Γερμανία και τη Γαλλία είδε το κοινωνικό έργο της εκκλησίας των δύο χωρών αυτών και θέλησε τότε σαν μητροπολίτης να το επεκτείνει και στην επαρχία. Το μοναστήρι του συμπαραστάθηκε δια του ηγούμενου και της αδελφότητος της Μονής και παραχώρησε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του στη μητρόπολη αλλά και στον άνθρωπο.

Ερχόμαστε τώρα στα οικόπεδα που η Μονή παραχώρησε στην κοινότητα Κολυμβαρίου. Συγκεκριμένα, το 1965 παραχώρησε την επικαρπία στην Ορθόδοξη Ακαδημία και χτίστηκε η Ορθόδοξη Ακαδημία η οποία εγκαινιάστηκε 13 Οκτωβρίου του 1968. Αποτέλεσε μεγάλο πνευματικό κέντρο όπου διεξάγονται σεμινάρια, συνέδρια τοπικά και παγκόσμια που προβάλλουν την Κίσσαμο και το μοναστήρι. Το μοναστήρι είχε μέσα στο Κολυμβάρι πολλά ακίνητα και ένα από τα ακίνητα δόθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και επί υπουργίας Πολυχρόνη Πολυχρονίδη έγινε το Ειρηνοδικείο Κολυμβαρίου. Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης είχε δώσει μεγάλη σημασία στην παιδεία και ήθελε όπου υπάρχει Γυμνάσιο να υπάρχει και ένα οικοτροφείο. Έτσι έγινε ένα οικοτροφείο στα Γριμπιλιανά το 1963 όπου ερχόντουσαν πολλά παιδιά, έμεναν στο οικοτροφείο, έτρωγαν και πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Ήταν παιδιά απομακρυσμένων χωριών, παιδιά φτωχά, διαλυμένων οικογενειών, ορφανά. Το μοναστήρι παραχώρησε 40 στρέμματα στην μητρόπολη και έγινε το αγρόκτημα στα Κλαδουριανά που ευεργέτησε πολύ τότε. Έγιναν χοιροστάσια, από την Αμερική έφεραν με ελληνικό αεροπλάνο πουλάκια μίας μέρας, αγελάδες και υπήρχε ο μύλος που επεξεργαζόντουσαν τροφές και έρχονταν ο κόσμος από όλη την επαρχία Κισσάμου και από τα Χανιά και έπαιρναν τα προϊόντα. Κατόπιν έχουμε το Γυμνάσιο που φοιτάμε σήμερα. Παλιά υπήρχε ένα ιδιωτικό Γυμνάσιο εκεί που είναι τώρα ο ξενώνας. Το μοναστήρι παραχώρησε ένα οικόπεδο για το Γυμνάσιο-Λύκειο που ολοκληρώθηκε το 1983. Απέναντι έχουμε το γήπεδο το οποίο ήταν παλιότερα αμπέλι του μοναστηριού και δόθηκε στην κοινότητα Κολυμβαρίου και το Υπουργείο Αθλητισμού το έκανε στάδιο. Δίπλα υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας επί οικοπέδου πάλι της Μονής που έγινε το 1994. Δίπλα από το γήπεδο είναι οι εγκαταστάσεις της Ενώσεως Κολυμβαρίου, όπου δόθηκαν 30 στρέμματα αντί μιας συμβολικής τιμής από το μοναστήρι. Επίσης σε οικόπεδα της μονής χτίστηκαν ο Ξενώνας, το Δημοτικό και το Νηπιαγωγείο. Ακόμη το νέο νεκροταφείο όπου οικοδομήθηκε ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου το 1997. Το παλιό νεκροταφείο ήταν αυτό που υπάρχει σήμερα πάνω από το μοναστήρι, πριν το παλιό Καθολικό και είναι αποκλειστικά για μοναχούς. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να προσφέρουμε παρά την αγάπη μας.

Σημειωτέον ότι πριν γίνει η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας οι άνθρωποι εκκλησιαζόντουσαν στην Μονή και όλα τα μυστήρια γινόταν εκεί. Τώρα γίνονται ακόμη βαφτίσεις κάθε μέρα εκτός Σαββάτου. Η περιοχή δικαιοδοσίας του μοναστηριού έχει περιοριστεί από την περιοχή που καλείται «γεφύρι Αγγέλου» μέχρι το μνημείο Ευελπίδων και σύμφωνα με μια απόφαση του 1903 επί μητροπολίτη Άνθιμου Λελεδάκη απαγορεύεται από το γεφύρι και μετά να χτιστεί άλλο σπίτι, γιατί ήθελαν να προστατέψουν τον περιβάλλοντα χώρο του μοναστηριού.

Τα θαύματα της Παναγίας

Εκτός όμως από τις υλικές ανάγκες –όπως είπαμε- υπάρχουν και οι πνευματικές. Ο κόσμος προσέρχεται, προσεύχεται, προσκυνά και οι μοναχοί είναι εξομολόγοι και πνευματικοί πατέρες σε όσους πιστούς το επιθυμούν. Άνθρωποι με προβλήματα υγείας ζητούν από τη Παναγία μας να τους βοηθήσει κι αυτή με θαύματα ανταποκρίνεται στις ικεσίες τους. Τέτοια παραδείγματα μας διηγήθηκε πολλά ο πατέρας Χρύσανθος.

Άνθρωποι άρρωστοι, καρκινοπαθείς που μετά από τις εξετάσεις προσήλθαν στο μοναστήρι προσευχόμενοι και όταν επανήλθαν στο νοσοκομείο οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι από τις νέες εξετάσεις τους, που έδειχναν την αποκατάσταση της υγείας τους.

Έχουμε επί των ημερών μας τρία περιστατικά παιδιών που έπεσαν θύματα σε τροχαία ή άλλα δυστυχήματα και που ενώ βρίσκονταν σε κώμα και παρέμεναν για μεγάλο διάστημα σε νοσοκομεία με εγχειρήσεις εγκεφάλου και φοβερές συνέπειες στην υγεία τους, η υγεία τελικά αποκαταστάθηκε.

Άνθρωποι με αναπηρίες και κινησιακά προβλήματα που ταλαιπωρήθηκαν σε γιατρούς, με πολλά έξοδα, έγιναν καλά. Σε μερικούς απ’ αυτούς η ίδια η Παναγία παρουσιάσθηκε σε όνειρο και τους παρότρυνε να επισκεφθούν το μοναστήρι της Γωνιάς και αυτοί μετά από προσευχή τους στη Μονή κινήθηκαν, ενώ πριν αδυνατούσαν να το κάνουν.

Άλλες φορές η Παναγία έδειξε την ευχαρίστησή της με συγκεκριμένα περιστατικά ή τη βοήθειά της όπως π.χ. σε πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει κοντά στο μοναστήρι και κινδύνευσε πολύ. Τότε οι μοναχοί έριξαν αγίασμα στη δεξαμενή που υπάρχει πάνω από το μοναστήρι. Το νερό ενώ πριν είχε πολύ χαμηλή στάθμη, μετά το αγίασμα άφρισε και γέμισε η δεξαμενή με νερό, απ’ όπου πολλοί κάτοικοι του Κολυμβαρίου πήραν με κουβάδες για να βοηθήσουν στην κατάσβεση της φωτιάς. Το νερό δε λιγόστευε αλλά όλο και πετιόταν.

Η διήγηση όλων αυτών τω περιστατικών μας έκανε να νιώσουμε δέος και συγκίνηση, τόνωσε το θρησκευτικό μας συναίσθημα και την ευγνωμοσύνη μας για το μεγάλο έλεος και την αγάπη που έδειξε η Παναγία σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι, στο μοναστήρι της Γωνιάς έρχεται κόσμος πολύς, εναποθέτει τις ελπίδες του και συνεχίζεται μια ιστορία αιώνων…

Tο κτιριακό συγκρότημα της Μονής Γωνιάς

Το Μοναστήρι της Γωνιάς είναι κτισμένο στο δυτικό μυχό του κόλπου των Χανίων, στο σημείο όπου η Χερσόνησος Σπάθα σχηματίζει γωνία με τον κορμό της Κρήτης. Το μοναστήρι έχει εντυπωσιακή φρουριακή αρχιτεκτονική μορφή.

Μια από τις παλαιότερες απεικονίσεις της Μονής Γωνιάς είναι και του Κιεβίτη Μοναχού Βασιλείου Πλάκα (Barski) που την σχεδίασε κατά το έτος 1745 και μας πλησιάζει στα αρχικά κτίρια της Μονής που η οικοδόμησή τους ολοκληρώθηκε κατά το 1634. H θέση της Μονής ευρίσκεται σε κεκλιμένο επίπεδο και αυτό επέβαλε την κατασκευή υπόγειων θολωτών χώρων που στο κέντρο τους δημιουργούν μια απροσπέλαστη σήμερα κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το Καθολικό (Κεντρικός ναός του Μοναστηριού) και σε παλαιότερους αιώνες χρησίμευε ως κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο των πατέρων της Μονής. Η είσοδος της κρύπτης βρίσκεται στη δυτική μεριά του Νάρθηκα και πρέπει να σφραγίσθηκε περίπου κατά το έτος 1880. Οι υπόλοιποι υπόγειοι θολωτοί χώροι που έχουν εξωτερική είσοδο στεγάζουν τις αποθήκες των προϊόντων, άλλους βοηθητικούς χώρους και μέχρι πριν λίγα χρόνια το ελαιοτριβείο της Μονής.

Ο επίπεδος ορθογώνιος χώρος που σχηματίζεται πάνω από τις θολωτές καμάρες περιλαμβάνει τα διώροφα κτίρια της Μονής, το Καθολικό και τα παρεκκλήσια. Στο μέσο της δυτικής πτέρυγας της Μονής υπάρχει η κύρια πύλη (είσοδος) του Μοναστηριού με θολωτό διαβατικό(εσωτερικό σκεπασμένο διάδρομο). Στη βορεινή πτέρυγα υπάρχει μικρότερη πύλη και αυτή με θολωτό διαβατικό που χρησιμοποιείται για τις βοηθητικές εργασίες των μοναχών. Στην ανατολική πτέρυγα στεγάζεται η τράπεζα (χώρος φαγητού των μοναχών) με τα μαγειρεία, το Σκευοφυλάκειο (χώρος διαφύλαξης αμφίων και άλλων Ιερών σκευών) και το Ηγουμενείο. Στη νότια πτέρυγα ευρίσκεται το Μουσείο (Κειμηλιοφυλάκιο) καθώς και κελιά των μοναχών. Στη δυτική έχομε κελιά μοναχών και άλλους βοηθητικούς χώρους και στην νότια το Αρχονταρίκι (χώρος υποδοχής και φιλοξενίας των προσκυνητών), το γραφείο της Μονής καθώς και την ανακαινισμένη βιβλιοθήκη.

Το Καθολικό που βρίσκεται στο κέντρο της αυλής, αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του τρίκογχου ναού με ψηλό κεντρικό τρούλο και χαμηλότερους τρούλους στην Πρόθεση και το Διακονικό. Το έτος 1805 προστέθηκαν στο Καθολικό τα παρεκκλήσια και ο Νάρθηκας. Τον 18ο αιώνα γύρω από την Μονή οικοδομήθηκαν μικρότερα βοηθητικά κτίσματα και το 1708 κατασκευάσθηκε η κρήνη απέναντι από την κύρια είσοδο από το Μητροπολίτη Κρήτης Καλλίνικο.

Επίσης κοντά στην θάλασσα και βόρεια της Μονής υπάρχει ο αρσανάς της Μονής.

Ο κεντρικός ναός και τα εσωτερικά παρεκκλήσια

Το Καθολικό (Κεντρικός ναός της Μονής) βρίσκεται στο κέντρο της αυλής και τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του τρίκογχου ναού με ψηλό κεντρικό τρούλο και χαμηλότερους τρούλους στην Πρόθεση και το Διακονικό. Το έτος 1805 προστέθηκαν στο Καθολικό τα παρεκκλήσια και ο Νάρθηκας. Το καμπαναριό προστέθηκε πάνω από το Νάρθηκα το έτος 1899. Ο χρόνος που άρχισε να κατασκευάζεται ο κεντρικός ναός είναι το1618 από τον μοναχό Βλάσιο σύμφωνα με τον κώδικα της Μονής «…..έκτισε και της Εκκλησίας το δρομικόν και τους χορούς, έως και το κορδόνι μόνον…». Το κτίσιμο του Κεντρικού Ναού ολοκληρώθηκε το έτος 1634 σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται στο τύμπανο του Θόλου του Ναού και τη σύνθεσή της την έχει κάνει ο δεύτερος κτήτορας Βενέδικτος Τζαγκαρόλας. Η επιγραφή λέει « ΥΨΟΡΟΦΟΝ ΔΙΕΠΟΙΣ ΤΟΔΕ ΩΚΟΔΟΜΟΥΜΕΝΟΝ ΑΙΕΝ ΑΚΛΙΝΕΣ ΙΨΙΜΕΔΩΝ ΠΑΜΜΕΓΑ ΣΕΙΟ ΚΛΕΟΣ ΙΟΥΝΙΩ ΑΧΛΔ (1634)». Η επιγραφή μεταφράζεται ως « Αυτό το μνημείο που οικοδομήθηκε, ας το κυβερνάς πάντοτε Συ που βασιλεύεις στα ύψη, ώστε να παραμείνει ασάλευτο, ας είναι μεγίστη η δόξα σου».

Επίσης πάνω από την κύρια είσοδο του ναού υπάρχει η εξής επιγραφή:

«ΑΓΙΑΣΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΤΟΥΤΟΝ ΟΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΑΣ ΤΟΥ ΘΕΣΘΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΚΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΕΣΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΦΘΑΛΜΟΙ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΕΚΕΙ ΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΩΜΘ (1849) ΜΑΡΤΙΟΥ». Πιθανόν να πρόκειται για ανακαίνιση του ναού μετά τη καταστροφή της Μονής από τους Τούρκους κατά την ατυχή επανάσταση του 1841.

Η είσοδος του κυρίως ναού έχει ανάγλυφη ξύλινη είσοδο που απεικονίζει σχέδιο του ναού με τα παρεκκλήσια. Δεξιά του Ιερού Βήματος υπάρχει το Διακονικό (μικρός χώρος που επικοινωνεί με καμαρωτή είσοδο με το Ιερό Βήμα και επιστέφεται με μικρό τρούλο και περιέχει εκτός από τα Ιερατικά άμφια και αρκετές λειψανοθήκες που περιλαμβάνουν τεμάχια Αγίων Λειψάνων από τριάντα περίπου Αγίους και Αγίες). Αριστερά του Ιερού Βήματος υπάρχει ο χώρος της Αγίας Προθέσεως (μικρό δωμάτιο που επικοινωνεί με καμαρωτή είσοδο με το Ιερό Βήμα και επιστέφεται με μικρό τρούλο και περιέχει τα Ιερά Σκεύη που χρησιμοποιούνται στη Θεία Λειτουργία. Το τέμπλο του Ναού είναι ξυλόγλυπτο και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα όπως άλλοτε και οι Δεσποτικές εικόνες του Τέμπλου, έργα του αγιογράφου ιερομόναχου Παρθενίου όπως φαίνεται και από τις επιγραφές που υπάρχουν στην εικόνα του Χριστού και του Προδρόμου. « ΧΕΙΡ ΠΑΡΘΕΝΙ(ΟΥ) ΑΦΟΑ (1671)». Τα βημόθυρα (πύλες του Αγίου Βήματος) και δύο εικόνες του Δωδεκαόρτου μπορούν να αποδοθούν στον Ιερομόναχο Νείλο που ζωγράφισε και την Ιστορία του Ιωσήφ. Ο κυρίως ναός κοσμείται με μεγάλο αριθμό αξιόλογων φορητών εικόνων της Κρητικής Σχολής 17ου και 18ου αιώνα αλλά και των επομένων αιώνων. Ο επισκοπικός θρόνος είναι ξυλόγλυπτος και επιχρυσωμένος και κατασκευάσθηκε το έτος 1767 από τον δραστήριο ηγούμενο Ησαΐα Τεσταβούζα.

Τα Παρεκκλήσια της Μονής και ο Νάρθηκας κατασκευάσθηκαν το έτος 1805 από τον δραστήριο Ηγούμενο Σωφρόνιο Αποκορωνιώτη με περιπετειώδη τρόπο, γιατί για να λάβει άδεια από τις Τουρκικές αρχές που απαγόρευαν κτίσιμο ή ανακαίνιση ναών με βαρύτατες ποινές δωροδόκησε, τα κέντρα εξουσίας καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά και έλαβε άδεια για κατασκευή αποθηκών λαδιού (ελαιομαγατζεία σύμφωνα με το κείμενο του κώδικα) και αφού συγκέντρωσαν τα υλικά έκλεισαν τις πύλες και στο σύντομο χρόνο των 12 ημερών έκαναν τις απαιτούμενες εργασίες σύμφωνα με την προφορική παράδοση των παλαιών μοναχών.

Τα παρεκκλήσια αρχιτεκτονικά είναι μικρές μονόχωρες βασιλικές. Το αριστερό παρεκκλήσι τιμάται στον Άγιο Νικόλαο και το δεξί στον Άγιο Χαράλαμπο. Πάνω στο καμπαναριό σώζεται η κτητορική επιγραφή του έργου διαστάσεων 0,50χ0,60 εκ. που γράφει «ΕΙΛΗΦΕΝ ΑΡΧΗΝ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣ Ο ΝΑΡΘΗΞ ΟΥΤΟΣ ΣΥΝ ΤΟΙΣ ΕΝ ΑΥΤΩ ΔΥΣΙ ΤΕ ΝΕΟΙΣ ΝΑΟΙΣ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΙΡ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΕ ΤΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΩΜΑ ΤΩΝ ΩΝΠΕΡ Ο ΚΙΡΙΟΣ ΔΕΞΟΙΤΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ ΑΩΕ’ (1805) + ΙΟΝΙΟΥ Θ’».

Το έτος 1899 επί ηγουμενίας Νικόδημου Μετζηδάκη κτίσθηκε το μεγαλοπρεπές καμπαναριό που επιστέφει τον Νάρθηκα σε αντικατάσταση του παλαιότερου πολύ μικρού που προϋπήρχε. Η προφορική παράδοση λέει ότι η πέτρα που χτίστηκε το καμπαναριό ήλθε από τον Άγιο Νικόλαο και ένα μεγάλο μέρος της εργασίας έγινε προσωπικά από τους ίδιους τους μοναχούς.

Στη νότια πλευρά του ναού υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 0,50χ0,50 εκατ. κοντά σε υπόγεια δεξαμενή νερού και με γράμματα εκκλησιαστικά που λέει:

«ΕΚΤΙΣΘΗ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΣ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΥΡΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΞΑΝΗΚΑΚΗ ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΣΕΛΙΝΟΥ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1842».

Το Ηγουμενείο

Στην ανατολική πτέρυγα της Μονής και δίπλα στο Μουσείο υπάρχει το Ηγουμενείο (Ηγουμενείο στη Μοναστηριακή γλώσσα σημαίνει το επίσημο σαλόνι υποδοχής που χρησιμοποιείται σε ξεχωριστές περιπτώσεις όπως φιλοξενία επισήμων προσώπων ή φιλοξενία των προσκυνητών σε μεγάλες γιορτές). Στο ανώφλι της εισόδου διαβάζουμε μια επιγραφή διαστάσεων 0,20 χ 0,10 που γράφει “ΠΕΙΘΕΣΘΕ ΜΟΝΑΣΤΑΙ ΗΓΗΤΟΡΙ ΠΑΝΤΑ ΔΕ ΠΑΣΧΕΙΝ ΠΑΘΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΗΔΕΣΙ ΤΟΙΣ ΕΓΧΘΟΝΙΟΙΣ ΕΧΘΡΟΥ”.

Το Ηγουμενείο είναι ένα ορθογώνιο δωμάτιο με αρκετά παράθυρα με άπλετο φωτισμό και στολίζεται με πίνακες που απεικονίζουν είτε το Μοναστήρι, είτε προσωπογραφίες ή φωτογραφίες Πατριαρχών, Μητροπολιτών, Ιερομονάχων, Μοναχών και ηγουμένων της Μονής. Επίσης μπορούμε να δούμε σπάνιες παλαιές φωτογραφίες που μας δίνουν στοιχεία για παλαιούς πατέρες της μονής, είτε φωτογραφίες που απεικονίζουν γεγονότα σημαντικά για την τοπική Ιστορία.

Αναφέρουμε ενδεικτικά παλαιά φωτογραφία της αδελφότητας της Ιεράς Μονής του έτους 1890 με τον Ιταλό πρόξενο και Ιταλούς αξιωματικούς, φωτογραφία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη (1921), την κηδεία του Μητροπολίτου Πτολεμαΐδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Ανθίμου Ροσμαρή αδελφού της Μονής(1937), καλλιτεχνικό πίνακα με τα ονόματα όλων των ηγουμένων της Μονής από την ίδρυσή της έως και σήμερα, αφιερωματική φωτογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ελαιογραφία που απεικονίζει το Μοναστήρι και φωτογραφίες όλων των πατέρων που έζησαν στο Μοναστήρι στα τέλη του 19ου αιώνα και όλο τον 20ο αιώνα.

Στην είσοδο του Ηγουμενείου και αριστερά αυτού υπάρχει η Κτητορική επιγραφή του ορόφου που βρίσκεται πάνω από το Ηγουμενείο διαστάσεων 0,42 εκ. χ 0,44 εκ. που λέει:

«ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΝΩΓΕΩΝ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΕΙΟΥ ΙΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ ΕΚ ΛΑΚΚΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1884 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 7»

Ο Καλλίνικος Κοκκινάκης ηγουμένευσε σε τρεις περιόδους ηγουμενίας, την πρώτη από το 1852 έως και το 1856, τη δεύτερη από το 1859 έως το 1861 και την τελευταία από το 1877 έως και το 1881.

Η τραπεζαρία (τράπεζα) της Μονής

Στην ανατολική πλευρά του Μοναστηριού βρίσκεται η τραπεζαρία των μοναχών. Είναι ένα μακρόστενο ορθογώνιο κτίσμα που ακουμπά στον κεντρικό Ναό της Μονής και έχει δύο θύρες, την δυτική που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και την νότια που είναι μικρότερη ίσως και μεταγενέστερη από το αρχικό κτίσμα και μας οδηγεί σε μικρό αύλειο χώρο πίσω από το Ιερό Βήμα του κυρίως ναού με καταπληκτική και πανέμορφη θέα προς την θάλασσα.

Εσωτερικά η τράπεζα είναι ευρύχωρη με άπλετο φωτισμό από τα αρκετά παράθυρα που βρίσκονται στο βόρειο και ανατολικό τοίχο. Στο δυτικό τοίχο σε υψηλό σημείο υπάρχει ένα άνοιγμα που πιθανόν σε παλαιότερες εποχές να οδηγούσε σε υπερυψωμένο άμβωνα που ανέβαινε ο διατεταγμένος μοναχός (Διαβαστής) για να διαβάζει Θρησκευτικά αναγνώσματα κατά την ώρα του φαγητού. Στο βόρειο τοίχο εσωτερικά αξιοπρόσεκτη είναι μια κοιλότητα (κόγχη) μέσα στην οποία είναι τοποθετημένο ένα από τα αξιολογότερα κειμήλια της Μονής, μια καμπυλοειδής φορητή εικόνα που απεικονίζει το θαύμα του πολλαπλασιασμού από τον Χριστό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών. Είναι πολύ εντυπωσιακή σε αυτή την εικόνα η επιμονή του Αγιογράφου να ζωγραφίσει με λεπτομέρειες τις ομάδες των ανθρώπων που ξαπλωμένοι στα χωράφια περιμένουν τη διανομή των φαγητών από τους αποστόλους.

Η επεξηγηματική επιγραφή της εικόνας λέει « ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ ΑΡΤΟΥΣ ΑΧΜΓ» (1643 χρονολογία κατασκευής της εικόνας) και παράπλευρα στην επιγραφή είναι ζωγραφισμένο το οικόσημο του δωρητή ελλειψοειδές με παραλλήλους χρυσές και μαύρες ταινίες. Στο δυτικό τοίχο μια μικρότερη θύρα οδηγεί στο μαγειρείο της μονής που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά και σε συνεχόμενο δωμάτιο είναι η αποθήκη των τροφίμων( Κελάρι). Στη θύρα του μαγειρείου διαβάζουμε « 1867 ΙΟΥΝΙΟΥ 10».

Η δυτική θύρα της τράπεζας παρουσιάζει εξωτερικά εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη μελέτη των δυτικών επιδράσεων στην κρητική αρχιτεκτονική του 17ου αιώνα, χωρίς να βασίζεται σε τυπωμένες Ιταλικές πηγές, όπως επισημαίνει η Κ. Φατούρου Ησυχάκη.

«Η Τράπεζα του Μοναστηριού κατασκευάσθηκε την εποχή που περατώθηκε η κατασκευή της Εκκλησίας (1634) ή λίγο μεταγενέστερα. Οπωσδήποτε η κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους (1645) αποτελεί και για το έργο αυτό terminum ante quem.

Η αρχιτεκτονική πλαισίωση της θύρας δηλαδή οι κορινθιακοί ημικίονες που υψώνονται σε βάθρο και που μέσω των κορινθιακών κιονοκράνων και του επιστηλίου στηρίζουν το τριγωνικό αέτωμα, καθώς και οι μορφές των επικράνων και των κυματίων είναι μορφές που απαντούν συχνότατα στην αρχιτεκτονική της Κρητικής Αναγεννήσεως και που, μέσα από την μακροχρόνια πείρα των μαστόρων έχουν φθάσει σε βαθμό τελειότητας».

Η πιθανότερη χρονολογία κατασκευής της Τράπεζας είναι το έτος 1642.

Το εντυπωσιακό θύρωμα αλλά και το εσωτερικό της Τράπεζας εντυπωσίασαν και τον Άγγλο περιηγητή Robert Pashley που την επισκέφθηκε το έτος 1834 και αναφέρει σχετικά: «Αφού επισκέφθηκα την Εκκλησία μπήκα στην Τραπεζαρία: Εκατέρωθεν της εισόδου υπάρχει από μια κορινθιακή κολώνα: εδώ, όπως και στα περισσότερα ενετικά κτίσματα της Κρήτης, διακρίνουμε την προσπάθεια για αρχιτεκτονικό σχέδιο και διακόσμηση. Το εσωτερικό της Τραπεζαρίας έχει μήκος δώδεκα περίπου βήματα και πλάτος πέντε ή έξι. Ένα τραπέζι με πάγκους βρίσκεται στη μια πλευρά. Είναι αρκετά μεγάλη και μου θυμίζει στο μέγεθος και στην επίπλωση μια μικρή αίθουσα κολλεγίου στο Cambridge.»

Το Μουσείο της Ιεράς Μονής Γωνιάς

Η Μονή έχει υποστεί επανειλημμένα δεινά από τους Τούρκους και τους Γερμανούς και μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες. Μεγάλος αριθμός κειμηλίων της Μονής χάθηκαν στο διάβα των αιώνων. Οι μοναχοί της Μονής με κίνδυνο της ζωής τους κατόρθωσαν να διαφυλάξουν από την καταστροφή Ιερά κειμήλια, εικόνες, βιβλία, χειρόγραφα και εκκλησιαστικά σκεύη, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Μονής που βρίσκεται στη Νότια πλευρά σε μακρόστενο χώρο δίπλα στο Ηγουμενείο. Τέτοια κειμήλια είναι:

Εικόνες: Υπάρχουν δείγματα της Κρητικής Σχολής, έργα ονομαστών αγιογράφων, από τις οποίες ως πολυτιμότερες και κυριότερες, είναι οι εξής:

Εικόνα με την Αγ. Παρασκευή και την Αγ. Ειρήνη ( έργο του 1300)

Εικόνα της Μεταμόρφωσης του Ι. Χριστού (έργο του1300)

Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας (έργο του 1300)

Εικόνα του Αγ. Νικολάου (έργο του 1500)

Εικόνα του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου ( έργο του1600)

Εικόνα με τον Αγ. Κωνσταντίνο και την Αγ. Ελένη, να κρατούν το σταυρό (έργο του 1600)

Εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού (έργο του1634) από τον Κωνσταντίνο Παλαιόκαπα.

Εικόνα της ιστορίας του Ιωσήφ του Παγκάλου (έργο του 1642) από τον αγιογράφο Νείλο.

Εικόνα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής (έργο του 1650)

Εικόνα του Αγ. Χριστόφορου (έργο του 1650)

Εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας που βρισκόταν στο παλιό τέμπλο της εκκλησίας (έργο του 1600)

Εικόνα που ο Χριστός βρίσκεται μπροστά στον Πιλάτο (έργο περίπου του 1700)

Εικόνα του Ιωάννη το Ερημίτη (έργο του 1500)

Εικόνα που δείχνει ρίζα του Ιεσσαί δωρεά από του Επισκόπου Παρθενίου Φαζάκη (έργο του 1740)

Εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας (έργο του 1768)

Εικόνα που δείχνει το πανί που είχε αποτυπωθεί του πρόσωπο του Ιησού «αλλιώς ονομάζεται παράσταση του Αγίου Μανδηλίου» (έργο του 1400)

Εικόνα της Αγ. Ειρήνης να κάθεται στον θρόνο (έργο του 1400)

Εικόνα της ανάστασης του Λαζάρου

Εικόνα της κοίμησης της Παναγίας (έργο του 1728)

Μία εικόνα χωρισμένη σε τρεις άλλες μικρότερες εικόνες που είναι: η Γέννηση, ο Μυστικός Δείπνος και ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο

Εικόνα του Αγ. Αντώνιου με διάφορες σκηνές από τη ζωή του (έργο του 1772) από τον αγιογράφο Δημήτριο Σγουρό

Εικόνα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου να κρατούν μία εκκλησία (έργο του 1700)

Βιβλία: Η παλαιά και πλούσια Βιβλιοθήκη της Μονής κάηκε από τους Τούρκους το 1866. Μεταξύ των ολίγων διασωθέντων βιβλίων είναι:

Παλιά χειρόγραφα όπως ο Κώδικας του 1665 του Κτήτορος της Μονής, ο Κώδικας του Ιερέα Δημητρίου Σουρούμη (περίπου το 1800) και άλλοι Κώδικες που ανάγονται στον 18ον και 19ον αιώνα

Χειρόγραφα με την ιστορία της Μονής

Ευαγγέλια

Μουσικά βιβλία εκκλησιαστικής μουσικής (1700)

Μηναία τυπωμένα στην Βενετία

Διάφορα συμβόλαια στην αραβική γραφή, υπάρχουν και κάποια μεταφρασμένα, που με αυτά αφιερωνόταν κτήματα, σπίτια και διάφορα άλλα πράγματα στο Μοναστήρι

Πατριαρχικά Γράμματα

Άμφια: Στο μουσείο της Μονής υπάρχουν μαζί με άλλα κειμήλια :

Δύο Πατριαρχικά σιγίλλια: του Οικουμενικού Πατριάρχου Καλλίνικου (1690) και του Εθνομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ (1797)

Ο δεσποτικός σάκος του Καλλίνικου (1700) Αρχιεπισκόπου Κρήτης

Αρχιερατικά άμφια των αρχών του 20ου αιώνα

Διάφορα χρυσοκέντητα άμφια κεντητά στο χέρι με χρυσές κλωστές

Τρεις Μήτρες Επισκοπικές από φύλλο χρυσού με πλούσιο στολισμό (1787)

Επιστήθιοι σταυροί και εγκόλπια από χρυσό (1600)

Εκκλησιαστικά Σκεύη: Ανάμεσα στα εκκλησιαστικά σκεύη αναφέρουμε:

Πολύτιμους σταυρούς ξυλόγλυπτους και χρυσοεπένδυτοι (από το1600)

Θυμιατά από χρυσό και ασήμι

Άγια ποτήρια χρυσοποίκιλτα

Ένας ασημένιος δίσκος αντιδώρου (έργο του 1700)

Μια πήλινη κολυμπήθρα (1790)

Βάση για ανάγνωση Βιβλίων: (Δισκέλιο)

Δύο στασίδια με πλούσιο ξυλόγλυπτο διάκοσμο που ήταν τα μόνα που απέμειναν από αυτά που είχε το μοναστήρι μετά την καταστροφή τους από τους Γερμανούς κατά την κατοχή 1941-1944 που τα χρησιμοποίησαν ως καύσιμη ύλη στα μαγειρεία τους.

Η κρήνη (βρύση) της Μονής

Ένα από τα αξιολογότερα αρχιτεκτονικά κτίσματα του Μοναστηριού είναι και η κρήνη (βρύση) που υδρευόταν σε παλαιότερες εποχές το Μοναστήρι. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κεντρική δυτική είσοδο του Μοναστηριού έξω από το κτιριακό συγκρότημα και είναι κτίσμα του έτους 1708 σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της κρήνης και γράφει:

«ΠΗΓΗ ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΕ ΥΔΩΡ ΜΟΙ ΒΛΥΣΟΝ

ΥΔΩΡ ΓΑΡ ΖΟΗΡΟΝ ΗΔΙΣΤΟΝ ΠΑΝΤΙ ΓΕΝΕΙ

ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΟΙ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΡΙΩΤΑΤΟΥ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΚΡΗΤΗΣ ΚΥΡ ΚΥΡ

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 19

ΑΨΗ» (δηλαδή 1708)

Ο αφιερωτής που χρηματοδότησε την Κατασκευή της κρήνης είναι ο τέταρτος Μητροπολίτης Κρήτης Καλλίνικος που «οι Χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου (Ηράκλειο, έδρα της Μητροπόλεως Κρήτης) θεωρούσαν (άνδρα ηγιασμένο)» και ήταν αδελφός της Μονής. Μετά την παραίτησή του από τον επισκοπικό θρόνο επέστρεψε στο Μοναστήρι του, όπου αφιέρωσε με τη διαθήκη του πολλά προσωπικά άμφιά του καθώς και σπάνια βιβλία και έζησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η πηγή από την οποία τροφοδοτούταν η δεξαμενή οποία συγκέντρωνε το νερό της κρήνης βρίσκεται πάνω από το παλαιό Καθολικό στο βουνό και σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από το μοναστήρι και ονομάζεται «Της Μάνας το νερό». Από εκεί με κτιστό ανοικτό αυλάκι (που σε πολλά μέρη σώζεται ακόμα) το νερό κατέβαινε στην δεξαμενή. Σήμερα η κρήνη δεν έχει νερό. Το νερό κατεβαίνει στο Μοναστήρι με σωλήνες. Δίπλα στο Παλαιό Καθολικό και στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου κάτω από αιωνόβια πλατάνια σώζονται δύο κτιστές κρήνες από τις οποίες υδρευόταν το παλαιό Μοναστήρι. Ο τρόπος κατασκευής τους μας κάνει να συμπεράνουμε ότι κτίσθηκαν κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Η περιοχή εκεί ονομάζεται «Καβούσι».

Δυστυχώς πριν μερικά χρόνια ένα αυτοκίνητο κατέστρεψε την γούρνα που υπήρχε μπροστά από την κρήνη για να πίνουν νερό τα ζώα.

Ο Αρσανάς της Μονής Γωνιάς

Στην παραλία που βρίσκεται κάτω από το Μοναστήρι της Γωνιάς και λίγο βόρεια από αυτό υπάρχει ο Αρσανάς του Μοναστηριού. Με την λέξη Αρσανάς η Νεώρειο εννοούμε μακρόστενο ορθογώνιο κτίσμα φτιαγμένο από γερή πέτρα με σκεπή καμαρωτή και είσοδο θολωτή, κτισμένο σε επικλινές έδαφος πολύ κοντά στο κύμα της θάλασσας, μέσα στο οποίο ασφαλίζονται και προστατεύονται τα πλοιάρια του μοναστηριού, βάρκες η καΐκια αλλά και χώρος εκφόρτωσης των προϊόντων και εφοδίων που ερχότανε στο Μοναστήρι δια θαλάσσης. Οι αρσανάδες είναι πολύ συνηθισμένο κτίριο σε πολλά Αγιορείτικα Μοναστήρια αλλά σε κανένα κρητικό Μοναστήρι δεν υπάρχει Αρσανάς. Σύμφωνα με το σχέδιο του Ρώσου περιηγητή μοναχού Βασιλείου Πλάκα ( Barskij) που το έτος 1745 επισκέφθηκε το Μοναστήρι της Γωνιάς και απεικόνισε την Μονή και τον περιβάλλοντα χώρο απεικονίζεται ο Αρσανάς με τη μεγάλη τοξωτή είσοδο από την οποία περνούσαν τα πλοία για προφύλαξη, αλλά και μικρό οίκημα σε σχήμα πύργου για την διαμονή του μοναχού που ήταν επιφορτισμένος με την εργασία φύλαξης του Αρσανά και ονομαζότανε Αρσανάρης. Ο Αρσανάς της Μονής Γωνιάς λειτουργούσε περίπου μέχρι και το 1930 ως χώρος αποθήκευσης τροφίμων και εφοδίων. Σήμερα βρίσκεται σε ημιερειπειώδη κατάσταση με γκρεμισμένη την τοξωτή είσοδό του αλλά και ενός μέρους της σκεπής του, καθώς και των βοηθητικών του κτισμάτων. Στον κώδικα της Παρρησίας που σώζεται στο Μοναστήρι αναφέρεται η ονομασία «Αρσανάς».

«…Αυξέντιος Ιερομόναχος Ξενάκης εκ του χωρίου Σπηλιά κουρά του Μοναστηριού, επνίγηκε εις τον γιαλόν στον αρσανά παρέκει…»

Το παλαιό καθολικό της Μονής Γωνιάς

Βρίσκεται πάνω ακριβώς από την Μονή Γωνιάς σε χώρο με πανοραμική θέα προς το Κρητικό πέλαγος. Η ονομασία το «Καθολικό» απηχεί την ιδιαίτερη σημασία που είχε για τους μοναχούς της περιοχής. Η Ιστορική παράδοση αναφέρει ότι όταν οι πατέρες της Μονής του Αγίου Γεωργίου στις Μένιες εγκατέλειψαν το Μοναστήρι τους εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών για περισσότερη ασφάλεια εγκαταστάθηκαν στη περιοχή του Καβουσίου εκεί που σήμερα είναι το ΚΑΘΟΛΙΚΟ ή αλλιώς δεύτερο Μοναστήρι.

Η τοποθεσία ονομάζεται και Καβούσι εξαιτίας των δύο πηγών και κρηνών που υπάρχουν στη απέναντι πλευρά του χειμάρρου και νότια από το παλαιό Καθολικό και από εκεί υδρευόταν οι μοναχοί που έμεναν στο Καθολικό.

Ο Ναός του Καθολικού κτίσθηκε διαδοχικά κατά τον 14ο, 15ο και 16ο αιώνα. Στα μέσα του 4ου αιώνα κτίσθηκε ο πρώτος ναός τοιχογραφημένος, τον 15ο αιώνα επεκτάθηκε προς τα δυτικά και τον 16ο προστέθηκε και ένα δεύτερο κλίτος. Νότια και δυτικά του μοναστηρίου σωζόταν ακόμα και τον 18ο αιώνα τα κελιά των μοναχών και οι άλλοι βοηθητικοί χώροι της Μονής όπως φαίνεται στα σχέδια του Κιεβίτη Ρώσου μοναχού Βασίλειου Πλάκα που σχεδίασε το Μοναστήρι της Γωνιάς κατά την επίσκεψή του σε αυτό κατά το έτος 1745. Σήμερα τα κελιά είναι ερείπια ενώ ο Ναός διασώζεται σε αρίστη κατάσταση. Ο ναός του Καθολικού όταν κτίσθηκε αφιερώθηκε στην Παναγία και από τότε που κτίσθηκε το Μοναστήρι της Γωνιάς είναι αφιερωμένος στην Μεταμόρφωση του Χριστού. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο μικρό κλίτος του Ναού υπάρχει υπόγεια καταπακτή που δεν γνωρίζουμε την χρήση της. Δίπλα στο Ναό σήμερα υπάρχει το Κοιμητήριο που θάβονται οι πατέρες της Μονής.

 



Πηγή Φωτο: Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, imks.gr