Η ΔΙΑΛΥΣΗ 412 ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟ 1833 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ

Ως γνωστόν, τα πρώτα χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα στην Ελλάδα, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, η διακυβέρνηση της χώρας γινόταν από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών του περιβάλλοντος του Όθωνα. Ο κυβερνητικός οργανισμός που βαθμιαία σχηματιζόταν, στελεχωνόταν από πρόσωπα επηρεασμένα από τις αρχές του Διαφωτισμού. Σε αυτά τα πλαίσια, διαμορφώθηκε σταδιακά μια τάση ελαχιστοποίησης του ρόλου της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα μια πνευματική παράδοση αιώνων να αλλοιωθεί. Τα μοναστήρια ήταν εξαιρετικά ενοχλητικά για αυτήν την διαδικασία.

Όταν η Αντιβασιλεία ανέλαβε την ευθύνη των εκκλησιαστικών υποθέσεων με επικεφαλής τον Μάουρερ και κύριο σύμβουλο τον ιερωμένο Θεόκλητο Φαρμακίδη, αποφάσισε την μεταφορά Βαυαρικών κανόνων στην Εκκλησία της Ελλάδος, που οδήγησαν στην υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος και στην αυθαίρετη ανακήρυξη της Ελλαδικής Εκκλησίας ως αυτοκέφαλης, κόβοντας έτσι τους πνευματικούς δεσμούς με το Φανάρι. Επίσης, η ανακριβής πληροφόρηση στους κόλπους της Αντιβασιλείας υπερεκτιμούσε το μοναστηριακό πλούτο και τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του κλήρου και της εθνικής παιδείας.

Έτσι, η Αντιβασιλεία, με Βασιλικό Διάταγμα στις 25 Σεπτεμβρίου 1833, διέταζε κυρίως το κλείσιμο όλων των μοναστηριών που είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς και τη δήμευση της κτηματικής περιουσίας και των σκευών της λατρείας στις μονές που θα έκλειναν. Η εφαρμογή του διατάγματος αφορούσε τους νομάρχες, που όφειλαν να δημοπρατήσουν κτήματα και αντικείμενα και να αποδώσουν την είσπραξή τους στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Την εποχή εκείνη υπήρχαν στον χώρο του ελλαδικού κρατιδίου 545 ανδρικά μοναστήρια και 18 γυναικεία.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το διάταγμα για το κλείσιμο των μοναστηριών, μαρτυρούν ποια στελέχωση της δημόσιας διοίκησης είχε πετύχει μέσα σε μικρό διάστημα η Βαυαρική Αντιβασιλεία και πόσο ραγδαία ήταν η θρησκευτική αλλοτρίωση των Ελλήνων που την υπηρετούσαν. Τα όσα εκτυλίχθηκαν μέσα σε λίγες μέρες δεν τα είχε γνωρίσει η Ελλάδα ούτε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ούτε στις εισβολές ποικίλων κατακτητών που είχαν κατά καιρούς καταλάβει ελληνικά εδάφη. Οι νομάρχες ή οι έπαρχοι με τους υπαλλήλους τους και με συνοδεία ενόπλων τμημάτων της χωροφυλακής εισέβαλαν στα μοναστήρια, απομάκρυναν με τη βία από τον χώρο τους μοναχούς και τις μοναχές και άρχιζαν τη λεηλάτηση. Άρπαζαν τα ιερά σκεύη της λατρείας, γύμνωναν την αγία τράπεζα, ξήλωναν τις εικόνες από το τέμπλο και ξεκρεμούσαν τις φορητές εικόνες από τους τοίχους. Μαζί με τα άμφια των ιερέων, τα κανδήλια, τα λειτουργικά βιβλία, όλα αυτά στοιβάζονταν στο κέντρο του ναού ή του νάρθηκα. Εκεί άρχιζε ο διαχωρισμός των “άχρηστων” από τα “χρήσιμα”, και τα μεν χρήσιμα καταγράφονταν, τα δε άχρηστα καίγονταν στο προαύλιο.

Στη συνέχεια σφράγιζαν την εκκλησία, φόρτωναν σε σακιά και κοφίνια τη λεία, πρόσθεταν και τα σκεύη του μαγειρείου, της τράπεζας των μοναχών και ό,τι χρήσιμο συγκέντρωναν από έρευνα στα κελιά, και αναχωρούσαν, σφραγίζοντας και τις πύλες του μοναστηριού, με τους μοναχούς να θρηνούν. Το ποσό που τελικά αποδόθηκε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο από την πώληση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των διαλυθέντων μοναστηριών, ήταν κυριολεκτικά κωμικό. Το μεγαλύτερο μέρος των πολύτιμων σκευών διαρπάχτηκε από κρατικούς υπαλλήλους, πουλήθηκε στα παζάρια και εικόνες ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας καταστράφηκαν.

Από τα 563 μοναστήρια της ελλαδικής επικράτειας, διαλύθηκαν τα 412. Από τα γυναικεία μοναστήρια διασώθηκαν μόνο 3, όπου συγκεντρώθηκαν με τη βία όλες οι μοναχές. Φυσικά, έμειναν άθικτα τα μοναστήρια των Ρωμαιοκαθολικών και οι περιουσίες τους. Όσες Ορθόδοξες μονές διατηρήθηκαν, έχασαν κάθε διοικητική αυτονομία: Tην πνευματική τους διοίκηση ανέλαβε ο τοπικός επίσκοπος και την κοσμική και οικονομική ο εκάστοτε νομάρχης.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα www.valsamon.com της Νομικής Υπηρεσίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Βάση δεδομένων για το Ορθόδοξο Κανονικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο), το Βασιλικό Διάταγμα του 1833 που διαμόρφωσε η Αντιβασιλεία και υπογράφει ο ανήλικος Βασιλιάς Όθωνας είναι το παρακάτω:

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 25.9.1833

ΟΘΩΝ – ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επί τη προτάσει του επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας Γραμματέως Ημών 28 Αυγούστου (9 7μβρίου) 1833, περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών, διατάττομεν:

Α΄. Κατά την αναφοράν της Συνόδου, όλα τα εγκαταλελειμμένα ήδη και έρημα μοναστήρια και μοναστηριακά κτήματα θέλουν εισοδεύεσθαι από του νυν δια των Γενικών Εφόρων εις λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας.

Β΄. Υπό την αυτήν κατηγορίαν υπάγονται και τα εν τω υπό γράμμα Β καταλόγω της Ιεράς Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, εν οις ολίγοι τινες μονάζουν ακόμη και νυν, όχι πλέον των 6 μοναχών, αφού ούτοι μετατεθώσιν εις άλλα μοναστήρια.

Γ΄. Προς τούτο θέλουν προσκληθή οι Νομάρχαι να αναφέρωσιν εις ποιον των διατηρουμένων μοναστηρίων επιθυμούν να μετατεθούν οι μοναχοί ούτοι, κατά την αναφοράν τούτων η Γραμματεία συνεννοηθείσα μετά της Συνόδου, θέλει ενεργήσει, όσον ένεστι τάχιον και καταλληλότερον, την ποθουμένην ενός εκάστου μετάθεσιν.

Δ΄. Όλων τούτων των μοναστηριακών (κτημάτων) και των αυτοίς προσανηκόντων δικαιωμάτων και κινητών θέλουν εκτεθή και διευθυνθή εις την Γραμματείαν ακριβείς περιγραφικοί κατάλογοι μετά περιληπτικών αναφορών περί της επωφελεστέρας χρήσεώς των, αλλ’ άνευ τινος αναβολής πρέπει να διαταχθή η απόπειρα της επί ωρισμένω χρόνω μισθώσεως περί την διαρρήδην επιφύλαξιν του δικαιώματος της ανωτάτης εγκρίσεως, προς επιτυχίαν της οποίας πρέπει να τεθώσιν υπ’ όψιν αι από τους υπαλλήλους Αρχάς γενόμεναι διαπραγματεύσεις.

Ε΄. Αι περί της μισθώσεως αυτής συνθέσεις θέλουν αφεθή κατ’ ανάγκην εις τας εξωτερικάς Αρχάς (τους Νομάρχας), επειδή ούτε το ποσόν και ποιόν των πραγμάτων τούτων, ούτε αι τοπικαί σχέσεις ειν’ ακριβώς γνωστά, ουδ’ εκ των προκειμένων πρακτικών δυνατόν να εξακριβωθούν · αλλ’ εν τούτοις δεν πρέπει να παραμεληθή η δια σχετικών αξιοχρέων εγγυήσεων εκ μέρους των μισθωτών εξασφάλισις του δημοσίου, καθ’ όσον οι μισθωταί ούτοι δεν είναι ικανώς γνωστά, μ’ όλα τα δικανικά χαρακτηριστικά εφοδιασμένα, υποκείμενα.

ΣΤ΄. Ως προς την μίσθωσιν των μοναστηρίων (υπό αριθ. 2), εν οις μονάζουσι κατά το παρόν ολίγοι τινες ακόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθή αυτοί τούτοι ως μισθωταί, και αφεθή ως τοιούτοι εις την κάρπωσιν των μοναστηριακών, εάν τυχόν δεν προκρίνουν, ως ανωτέρω ερρέθη, να μεταβώσιν εις αλλά διατηρητέα μοναστήρια.

Ζ΄. Όλων τούτων των προϊόντων (φόρων) η είσπραξις θέλει αφεθή καταλλήλως εις τους Νομάρχας δι’ ων θέλουν αποστέλλεσθαι εις το ταμείον της Επικρατείας, το οποίον θέλη κρατεί ιδιαίτερον περί τούτου λογαριασμόν.

Θ΄. Η διαχείρισις των προς βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και σχολείων προσδιορισμένων τούτων εισοδημάτων ανήκει αποκλειστικώς εις την Ημετέραν επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας Γραμματείαν.