
Η Ιερά Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου ή Περτσέσκαγια Λαύρα, τιμώμενη στην Παναγία
Ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου εἶναι ἡ μητέρα καί τροφός τοῦ Ρωσικοῦ Μοναχισμοῦ καί ἔχει ἱστορία 1.000 ἐτῶν. Θεμελιωτής τοῦ Μοναχισμοῦ στή Ρωσία ἦταν ὁ Ρωσικῆς καταγωγῆς Άγιος Ἀντώνιος ὁ Ἐσφιγμενίτης (+ 1073), ὁ ὁποῖος ερχόμενος από το Άγιον Όρος, ἵδρυσε το μοναστήρι αυτό (Λαύρα) στο Κίεβο και οργανωτής της Μονής υπήρξε ὁ ἐπίσης Ρῶσος ὅσ. Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου (+ 1074).
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος γεννήθηκε στό Τσερνίκωφ, κατά τήν ἡγεμονία τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου. Μετά τό Βάπτισμα των Ρως στο Κίεβο το 988 ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔγινε μοναχός στή Μονή Ἐσφιγμένου. Τό 1013 ἐπέστρεψε στή Ρωσία καί ἐγκαταστάθηκε σέ σπήλαιο, στήν περιοχή τοῦ Κιέβου, στό ὁποῖο προηγουμένως εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας Ἰλαρίων. Κατά τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Σβιατοπόλκ, πῆγε καί πάλι στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε ὁριστικά μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του κατά τήν ἡγεμονία τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, τό 1051, καί ἐπανεγκαταστάθηκε στό σπήλαιο.
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1073, σέ ἡλικία περίπου 90 ἐτῶν. Ὑπῆρξε κυρίως ἀσκητής και σπηλαιώτης, γι’ αὐτό, ἄν καί θεωρεῖται ἱδρυτής τῆς περιώνυμης Λαύρας τῶν Σπηλαίων του Κιέβου, ο κύριος διοργωνωτής της ωστόσο θεωρεῖται ὁ ὅσ. Θεοδόσιος.

Ὁ ὅσ. Θεοδόσιος γεννήθηκε τό 1029 στό Κούρσκ (ὅπου αἰῶνες ἀργότερα γεννήθηκε ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ). Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο καί τό 1052, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, παρά τίς ἀντιδράσεις τῆς ὑπερπροστατευτικῆς μητέρας του, ὑποτάχθηκε στόν Ὅσιο Ἀντώνιο, ἀσκητή στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου. Εἰσήγαγε στή Ρωσία τόν αὐστηρό κοινοβιακό κανονισμό τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου Κων/πόλεως. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1074 καί τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1091. Ἡ ἁγιότητά του ανακηρύχθηκε επίσημα τό 1109.
Κατά τόν Ν. Zernov ὁ ὅσ. Θεοδόσιος “ἔδωσε μεγάλη σημασία καί βάρος στά κοινωνικά ἔργα τῶν μοναχῶν. Ἡ περίφημη Μονή του τῶν Σπηλαίων, ἔγινε ἕνα παράδειγμα ἀληθινῆς ἀδελφότητας καί πλουσιοπάροχης βοήθειας στούς δυστυχισμένους. Ὁ ἴδιος ἀνακατευόταν μέ δραστηριότητα στίς δημόσιες ὑποθέσεις καί ἡ μεσολάβησή του στίς διαφωνίες τῶν Ἡγεμόνων, ἔσωσε ἀρκετές φορές τήν Ρωσία ἀπό ἐμφύλιο πόλεμο. Ἡ παράδοση πού θεμελίωσε συνεχίσθηκε ἀπό ἄλλους Ρώσους μοναχούς. Ἦταν πάντα πρόθυμοι νά βοηθήσουν τούς λαϊκούς, ὄχι μόνο στά πνευματικά τους προβλήματα, ἀλλά καί στά ὑλικά τους ἐνδιαφέροντα, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά φωτισθῆ ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου” (N. Zernov, “Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους”, 1972, σελ. 13).
Τό ἔτος 1073, κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Γεωργίου Α’, ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας, τιμώμενου στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μέ σχέδια τεσσάρων Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων ἀπό τήν Κ/Πολη. Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος εὐτύχησε νά εὐλογήσει τήν θεμελίωση, ἀλλά κοιμήθηκε τό ἑπόμενο ἔτος 1074 καί τό ἔργο συνέχισε ὁ ὅσ. Θεοδόσιος. Τό Καθολικό ἐγκαινιάστηκε τό 1089.
Τό 1096 μέρος τῆς Λαύρας καταστράφηκε ἀπό ἐπιδρομεῖς Πολόβτσους καί ἡ ἀποκατάστασή του κράτησε πενήντα περίπου χρόνια. Ἡ Λαύρα καταστράφηκε ἐπίσης τό 1240 κατά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων καί τό 1300, τό 1399 καί τό 1484 ἀπό τούς ἴδιους κατακτητές. Κατάστράφηκε ἀκόμη τό 1718 ἀπό πυρκαγιά, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Πέτρου (1682 – 1725), ἐνῶ τό 1941 τό περίφημο Καθολικό ἀνατινάχθηκε ἀπό τούς Γερμανούς εἰσβολεῖς.

Τόν 16ο αἰ. ἔγινε Σταυροπήγιο τοῦ Πατριαρχείου Κ/Πόλεως καί τό 1721 ἐπανῆλθε στή δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί ἔγινε Συνοδικό Σταυροπήγιο.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Λαύρα ἀντιμετώπισε πολλές φορές τήν ἀθεϊστική μανία τῶν ἐπαναστατῶν Μπολσοβίκων. Τήν 25/1/1918 ἐκτελέστηκε ἔξω ἀπό τήν πύλη της ὁ Πρωτομάρτυρας τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος καί τό 1924 ἡ Λαύρα ἔκλεισε καί οἱ μοναχοί ἐκδιώχθηκαν. Τό 1941 οἱ Γερμανοί ἀνατίναξαν τό Καθολικό. Μετά τήν ὑποχώρηση τῶν Γερμανῶν, οἱ Σοβιετικοί τήν ἔκλεισαν καί πάλι. Τό 1961 ἄρχισε νά λειτουργεῖ σάν μουσεῖο. Τό 1988, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ἀποδόθηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί σήμερα λειτουργεῖ κανονικά ως μοναστήρι.
Ὁ χῶρος πού καταλαμβάνει ἡ Λαύρα εἶναι περίπου 280 στρέμματα. Μεταξύ τῶν κτηρίων δεσπόζει ἡ πρώην τράπεζα (χωρητικότητος 700 ἀτόμων, σήμερα ναός) καί τό κωδωνοστάσιο, πού εἶναι τό ψηλότερο κτῖσμα στήν Οὐκρανία.
Ἀπό τήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων προῆλθαν πλέον τῶν 118 Ἅγιοι (τῶν ὁποίων ἡ μνήμη κοινῶς τιμᾶται τήν 28η Αὐγούστου καί τήν Β’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν), περίπου 50 Ἐπίσκοποι, Ἡγούμενοι ἄλλων μονῶν, συγγραφεῖς, ἁγιογράφοι, κ.ἄ. προσωπικότητες, ὥστε ἡ ἐπίδρασή της στόν πνευματικό βίο τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας νά εἶναι ἐξόχως σημαντική.
Σήμερα ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων ἀποτελεῖ ένα ξεχωριστό τόπο συγκεντρώσεως ἀδιαφθόρων Ἁγιων Λειψάνων, καθώς στίς Κατακόμβες της σώζονται 120 περίπου ἀδιάφθορα Λείψανα Αγίων. Επίσης, σώζονται 61 εὐωδιάζουσες Κάρες ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων Ὁσίων Πατέρων τῆς Μονῆς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου είναι η έδρα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας της Ρωσίας.
Πηγές: www.iellada.gr , (φωτο) www.troodostravel.gr