ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ
«Καί ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φύλακας τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. β’ 8).
Δηλαδή, ἦταν μερικοί ποιμένες στήν ἴδια χώρα, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔξω στούς ἀγρούς καί φύλαγαν τό ποίμνιό τους, παραμένοντας μέ τή σειρά τους ἄγρυπνοι ὁρισμένες ὧρες τή νύχτα. Ἡ ὕπαιθρος τῆς Βηθλεέμ μέ τά πλούσια καί χλοερά λειβάδια της ἦταν τόπος κατεξοχήν κατάλληλος γιά βοσκή προβάτων. Κατοικοῦνταν καί ἀπό ποιμενικές οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες συντηροῦνταν ἀπό τήν ἐκμετάλλευσή τους. Οἱ ποιμένες, φύσεις ἁπλές, ζοῦν συνήθως στό ὕπαιθρο, διατηροῦν κάτι ἀπό τήν ἁπλότητα καί φυσικότητα πού διακρίνει τά ἔργα τοῦ Θεοῦ στή φύση. Ξένοι ἀπό τίς πονηριές τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων, εἶναι οἱ περισσότεροι καλόκαρδοι καί ἐξυπηρετικοί, πρόθυμοι πάντοτε νά βοηθήσουν τούς συναδέλφους τους, ὅταν ἐκεῖνοι βρεθοῦν σέ ἀνάγκη.
Παρατηρώντας καί μελετώντας τό ὡραῖο βιβλίο τῆς φύσεως, πού τόσα προσφέρει στόν ἄνθρωπο, διατηροῦν στήν ψυχή τους μία καθαρότητα πηγαία καί φυσική, ἡ ὁποία τούς κάνει πολύ ἀξιαγαπήτους. Βεβαίως οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, αὐτοί πού κατέχουν θέσεις καί ἀξιώματα, οἱ σπουδασμένοι καί φαντασμένοι, ἔχουν πολύ ταπεινή ἰδέα γιά τούς ἁπλοϊκούς ποιμένες, τούς περιφρονοῦν καί δέν τούς λογαριάζουν, τοποθετώντας τους στή χαμηλότερη βαθμίδα, ὡς πρός τόν πολιτισμό καί τήν ἀξία τοῦ ἐπαγγέλματος τους. Ἄν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτή τήν ἰδέα γιά τούς ποιμένες, ὁ Θεός ὁ ὁποῖος δέν βλέπει τό φαινόμενο, ἀλλά γνωρίζει τήν καρδιά, ὅταν αὐτοί ἔχουν καί καλλιεργοῦν τόν ἅγιο φόβο του, τούς κατατάσσει σέ ὑψηλή βαθμίδα καί τούς ἐπιφυλάσσει ἀμοιβές μεγάλες.
Ἡ ἱστορία ἄλλωστε τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τόσο συνυφασμένη μέ τό ποιμενικό ἔργο, ὥστε νά εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοί ἀπό τούς ἄνδρες πού εὐαρέστησαν στό Θεό καί κλήθηκαν γιά μεγάλα ἔργα καί ὑψηλή ἀποστολή, ἀσκοῦσαν τό ἔργο τοῦ ποιμένα, τοῦ βοσκοῦ. Ποιμένας προβάτων ἦταν ὁ Ἀβελ, ὁ δευτερότοκος γιός τῶν πρωτοπλάστων. Καί ἀπό τά καλύτερα πρόβατά του πρόσφερε θυσία στόν Θεό, τήν ὁποία καί πρόθυμα Ἐκεῖνος δεχόταν. Ποιμένας προβάτων ἦταν καί ὁ Μωυσής καί ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πεθεροῦ του, τοῦ Ἰοθόρ, ὅταν τόν κάλεσε ὁ Θεός νά τοῦ ἀναθέσει τό μεγάλο ἔργο, νά γίνει ἀρχηγός καί νά ὁδηγήσει τόν Ἰουδαϊκό λαό ἀπό τήν ταλαιπωρία τῆς Αἰγύπτου στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῶν πατέρων του. Ποιμένας προβάτων ἦταν καί ὁ Δαβίδ, καί ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἰεσσαί, στά ἴδια λειβάδια τῆς περιχώρου τῆς Βηθλεέμ καί ὑμνοῦσε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ τή λύρα καί τό ψαλτήριο πού κατασκεύασε μέ τά χέρια του. Κι ἀπό ἐκεῖ τόν κάλεσε ὁ Θεός νά τόν χρίσει βασιλιά μέ τό στόμα τοῦ ἐκλεκτοῦ του προφήτου, τοῦ Σαμουήλ. Ἀπό ἐκεῖ ξεκίνησε, γιά νά γίνει ὁ χριστός Κυρίου, ὁ ἔνδοξός βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.
Καί στά χρόνια τῆς βασιλείας του τό Ἰουδαϊκό ἔθνος δοξάσθηκε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή. Ἁπλοί λοιπόν ἄνθρωποι ἦταν οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι τῆς Βηθλεέμ, οἱ ὁποῖοι γιά τήν ἀσφάλεια τῶν προβάτων τους τή νύκτα ἀγρυπνοῦσαν ἐκ περιτροπῆς καί πρόσεχαν τά πρόβατά τους ἀπό διάφορους κινδύνους: εἴτε ἀπό θηρία, εἴτε ἀπό κλέπτες καί κακοποιούς. Ἄς εἴμαστε λοιπόν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄς καλλιεργοῦμε ἀγαθή συνείδηση· ἄς ἔχουμε προσοχή στόν ἑαυτό μας, καί τότε, ὁποιοδήποτε ἔργο καί ἄν ἐργαζόμαστε, δέν θά εἶναι ποτέ ταπεινωτικό στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλα τά ἔργα γιά τόν Θεό εἶναι ἔργα πού τά εὐλογεῖ, ἀρκεῖ ἐκεῖνοι πού τά ἐργάζονται νά ἔχουν βαθιά στήν ψυχή τους τό δικό φόβο του καί νά ὑπακούουν σ’ Αὐτόν. Ἀλλά γιά τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός τιμή μοναδικά μεγάλη, ἡ ὁποία τούς ἀναδεικνύει προσωπικότητες ἑξαιρετικές καί ἄξιες νά ἀναφέρεται σ’ αὐτούς ἡ Ἁγία Γραφή.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καί δόξα Κυρίου περιέλαμψεν καί ὁ προκληθείς φόβος, αὐτούς, καί ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9). Δηλαδή, ξαφνικά ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε σ’ αὐτούς καί φῶς λαμπρό καί ἀστραφτερό, θεῖο καί ὑπερφυσικό τούς περικύκλωσε καί φοβήθηκαν πάρα πολύ. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀγγελοφάνεια πού συντελέσθηκε. Ἦταν κάτι ἀσυγκρίτως σπουδαιότερο. Ἦταν ἡ «δόξα Κυρίου», πού ἔγινε φανερή μέ τό φῶς πού ἀκτονοβολοῦσε μέ ἀπερίγραπτη λαμπρότητα, μέσα στό ὁποῖο βρέθηκαν οἱ ἁπλοί καί ἀπονήρευτοι ποιμένες. Καί μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου καί τή λάμψη τοῦ οὐρανίου καί ὑπερφυσικοῦ φωτός, τό ἤρεμο τοπίο τῆς περιχώρου τῆς Βηθλεέμ πῆρε μία ὄψη οὐράνια, παρουσίασε κάτι σάν ἀνταύγεια ἀπό τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ. Φῶς ἀνέσπερο, ἀστραφτερό, θεῖο ἐπικρατεῖ στόν οὐρανό. Καί τό φῶς αὐτό καταλάμπει τούς πανευτυχεῖς οἰκήτορες τοῦ οὐρανίου κόσμου, αὐτούς, πού εὐαρέστησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὑπάκουσαν στό ἅγιο θέλημά του καί ἔζησαν μέ ταπείνωση καί μέ σύντροφο τόν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει σημασία σέ ποιά κοινωνική τάξη ἀνήκουν, οὔτε ἄν εἶναι ἄνθρωποι μέ ὑψηλη κοινωνική προβολή ἤ μέ ἐπίσημες θέσεις.
Σημασία ἔχει, ἄν ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ κυριαρχεῖ «ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», καί ἀντί γιά κάθε ἄλλη ἐφήμερη καί παροδική δόξα προτιμοῦν «τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ» (Ἰω. ε΄ 44). Πόσοι τιτλοῦχοι τοῦ Ἰσραήλ ὑπῆρχαν στή Βηθλεέμ καί στά Ἱεροσόλυμα! Πόσοι Ἱερεῖς, πόσοι νομοδιδάσκαλοι, πόσοι Γραμματεῖς! Καί ὅμως κανείς ἀπ’ αὐτούς δέν ἀξιώθηκε νά δεχθεῖ τόν οὐράνιο ἐπισκέπτη, τόν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, καί νά καταλαμφθεῖ ἀπό τή δόξα τοῦ Κυρίου, παρά μόνο οἱ περιφρονημένοι ποιμένες. Διότι ὅλοι ἐκεῖνοι μέ τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἔπαρση πού τούς διέκρινε, μέ τά πάθη πού καλλιεργοῦσαν στήν ψυχή τους, μέ τά κοσμικά φρονήματα, ἀπό τά ὁποῖα ἦταν κυριευμένοι, δέν διέθεταν τήν ἁπλότητα καί τήν ψυχική ἐκείνη ἀνωτερότητα, πού ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προυπόθεση γιά τήν ἀποκάλυψη τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ. Διάβαζαν βεβαίως ἐκεῖνοι στήν Παλαιά Διαθήκη τή διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ «ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου;» (Ἠσαΐου ξστ΄ 2).
Ὅμως, σκοτισμένοι ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τους, δέν μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν ὅτι ἐκεῖνοι δέν ἀνῆκαν σ’ αὐτούς πού τρέμουν τούς λόγους τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Σωτήρ, Διδάσκαλος πλέον τῆς ἀνθρωπότητος, μετέδιδε τήν ἀλήθεια του καί καλοῦσε τόν λαό σέ μετάνοια καί σωτηρία, οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι, μέ τήν πηγαία εὐσέβεια, τόν πίστευαν καί τόν ἀκολουθοῦσαν· οἱ ἄρχοντες ὅμως ἔπαιρναν ἐχθρική στάση ἀπέναντί του, καί στό τέλος, ἐμμένοντας στήν ἀπιστία τους, ἀποδοκιμάσθηκαν. Ἄς ἀναπέμπεται, λοιπόν, ἡ προσευχή μας θερμή καί ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν Κύριο, νά μᾶς κρατᾶ σέ κατάσταση ἁπλότητος καί ταπεινοφροσύνης, ὅπως καί τούς ποιμένες, καί νά μᾶς ἀξιώσει νά ἀπολαύσουμε τό θεῖο καί ὑπερκόσμιο φῶς τοῦ οὐρανοῦ.
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ
«Καί εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυίδ. Καί τοῦτο ὑμῖν τό σημεῖον· εὐρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκ. β’ 10-12). Δηλαδή, τούς εἶπε ὁ ἄγγελος: Μή φοβᾶστε· ἀλλά χαρεῖτε. Διότι σᾶς ἀναγγέλλω χαρμόσυνη εἴδηση, πού θά σᾶς προκαλέσει μεγάλη χαρά, ἡ ὁποία θά εἶναι καί χαρά γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Θά εἶναι χαρά ὅλου τοῦ λαοῦ, διότι γεννήθηκε σήμερα γιά σᾶς Σωτήρας, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος εἶναι χρισμένος μέ τό πλήρωμα τῆς θεότητος, ἀλλ’ ὡς Θεός εἶναι καί Κύριός σας. Καί γεννήθηκε στήν πόλη τοῦ Δαβίδ, πρός τόν ὁποῖο δόθηκαν οἱ ἐπαγγελίες, ὅτι ἀπό τό γένος του θά προέλθει ὁ Χριστός. Καί αὐτό ἄς εἶναι σέ σᾶς σημεῖο μέ τό ὁποῖο θά γνωρίσετε τόν Σωτήρα πού γεννήθηκε· θά βρεῖτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο σέ ἁπλά σπάργανα καί τοποθετημένο ὄχι σέ πολυτελῆ βασιλική κούνια, ἀλλά μέσα σέ μία φάτνη. Βρέφος πού νά γεννήθηκε ἀπόψε καί νά ἔχει ἀντί γιά κούνια τή φάτνη αὐτή, ἕνα καί μόνο ὑπάρχει στή Βηθλεέμ καί τά περίχωρά της. Διδάγματα μεγάλα ὑπάρχουν στά λόγια αὐτά τοῦ ἀγγέλου πρός τούς ποιμένες.
«Εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μή φοβεῖσθε». Καί ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νά πάψουν νά εἶναι φοβισμένοι οἱ ποιμένες, προκειμένου νά ἀκούσουν τό μήνυμα, τό ὁποῖο ὁ ἄγγελος θά τούς μεταδώσει· νά ἠρεμήσουν, νά ἡσυχάσουν· καί μόνο τότε θά κατορθώσουν νά ἀντιληφθοῦν τό περιεχόμενο τῆς χαροποιοῦ εἰδήσεως. Ἔτσι εἶναι. Ὁ φόβος, ἡ ταραχή, ἡ ἔλλειψη ἐσωτερικῆς, ψυχικῆς ἠρεμίας εἶναι παράγοντες πού δέν βοηθοῦν στό νά ἀντιληφθεῖ καί κατανοήσει ἡ ψυχή τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ, τά ἱερά λόγια τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἤρεμος, εἰρηνικός, γιά νά ἀκούσει «τί λαλήσει Κύριος», τί τοῦ ζητᾶ ὁ Θεός σέ κάθε περίσταση καί στιγμή. Καί εἶναι αὐτό πολύ φυσικό. Ὁ φόβος, ἡ ἀνησυχία, ἡ ταραχή δημιουργοῦν ἀτμόσφαιρα θολή, κατάσταση συγχύσεως καί δέν ἀφήνουν ἐλεύθερη οὔτε τή διάνοια, οὔτε τήν καρδιά νά κατανοήσει τίς θεῖες ἀλήθειες. Γι’ αὐτό καί στή θεία λειτουργία, ὅταν πρόκειται νά ἀκούσουμε τά θεῖα ρήματα τοῦ Εὐαγγελίου, δεχόμαστε τήν προτροπή τοῦ λειτουργοῦ: «Εἰρήνη πᾶσι». Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους. Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀνάπαυση, πού ἀποδιώκει κάθε ἀνησυχία, κάθε φόβο, ἄς εἶναι τό γνώρισμα τῆς καρδίας, γιά νά δεχθεῖ τίς ἀλήθειες τίς θεῖες καί αἰώνιες, πού περιέχονται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἀλλά κι ὅταν ἰδιαιτέρως μελετοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄς καταβάλλουμε προσπάθεια, ὥστε νά εἶναι ἡ ψυχή μας ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε εἴδους ταραχή, ὥστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά 8 ἐπιδράσει βαθιά σ’ αὐτήν καί νά τήν ὁδηγήσει στήν ἀναγέννηση καί τή σωτηρία. Καί ἀφοῦ ὁ ἄγγελος προέτρεψε τούς ποιμένας νά μή φοβοῦνται, ἀλλά νά εἶναι ἥσυχοι καί εἰρηνικοί, προχωρᾶ ἀμέσως στήν μετάδοση τοῦ οὐρανίου μηνύματος.
«Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ». Σᾶς εὐαγγελίζομαι μεγάλη καί ἀνεκλάλητη καί ἀπερίγραπτη χαρά, ἡ ὁποία δέν θά εἶναι δική σας μόνο, ἀλλά ὅλου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει λέξη περισσότερο ἐκφραστική τοῦ πληρώματος τῆς χαρᾶς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό βαθύ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ἀπό τίς λέξεις «εὐαγγέλιο», «εὐαγγελίζομαι». Ἡ πιό εὐχάριστη καί τερπνή καί χαροποιός εἴδηση, αὐτό σημαίνει εὐαγγέλιο. Καί εὐαγγελίζομαι, μεταδίδω αὐτή τήν εἴδηση, ὥστε νά γίνει κτῆμα σέ πολλούς· νά τή χαροῦν πολλοί· νά τήν ἀπολαύσουν πολλοί. Καί ποία εἶναι ἡ χαροποιός εἴδηση θά τό δοῦμε ἀμέσως, ἀναλύοντας τά λόγια του ἀγγέλου. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἀδικοῦν πολύ τό Εὐαγγέλιο ὅσοι τό κατηγοροῦν, ὅτι κάνει σκυθρωπό τόν ἄνθρωπο πού τό ἀκολουθεῖ· ὅτι τοῦ ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία· ὅτι ὅσοι ζοῦν χριστιανική ζωή δέν ἔχουν χαρά, δέν ἀπολαμβάνουν τή χαρά, δέν εἶναι εὐτυχεῖς.
Ὅσοι τά ὑποστηρίζουν αὐτά, ἤ δέν γνωρισαν τί σημαίνει Εὐαγγέλιο καί τί περιλαμβάνει τό Εὐαγγέλιο, ἤ ζητοῦν νά διαστρέφουν θεληματικά τήν ἀλήθεια καί νά παρουσιάσουν τό φῶς σκότος καί τό σκότος φῶς. Διότι ἐάν δέν ὑπάρχει χαρά στό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Θεός πραγματοποίησε τή σωτηρία μας μέ τό θάνατο τοῦ Υἱοῦ του καί μᾶς χάρισε τά ἀνώτερα κάθε περιγραφῆς ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τότε ποῦ ὑπάρχει αὐτή ἡ χαρά; Ὄχι. Χαρά μόνο στό Εὐαγγέλιο καί στήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού διδάσκει τό Εὐαγγέλιο, ὑπάρχει. Ἔξω ἀπό αὐτό μικροχαρές ὑπάρχουν, συνοδευμένες πάντοτε μέ τό δηλητήριο τοῦ πόνου καί τῆς πικρίας καί τῆς ἀπογοητεύσεως.
Καί εὐτυχεῖς ὅσοι ἀποφασίζουν νά κάνουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὁδηγό τῆς ζωῆς τους. Αὐτοί ἐξασφάλισαν τήν εὐτυχία ὄχι μόνο τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀλλά καί τῆς αἰωνίου. Ἡ χαρά ἔπειτα γιά ἕνα γεγονός τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὁσοδήποτε μεγάλο κι ἄν εἶναι αὐτό, θά εἶναι γνώρισμα ἑνός κύκλου ἀνθρώπων, μικροτέρου ἤ μεγαλυτέρου· μιᾶς οἰκογένειας, μιᾶς κοινότητος, ἑνός λαοῦ. Ἀλλά ἡ χαρά τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ χαρά πού σκορπίζει τό Εὐαγγέλιο εἶναι «παντί τῷ λαῷ». Εἶναι χαρά ὅλου τοῦ λαοῦ, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού ἀποδέχονται τό χαροποιό μήνυμα· ὅλων ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό καί κάνουν τόν νόμο του ὁδηγό τῆς ζωῆς τους σέ ὁποιοδήποτε ἔθνος καί φυλή κι ἄν ἀνήκουν, σέ ὁποιοδήποτε διαμέρισμα τῆς γῆς κι ἄν κατοικοῦν, ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἄν ἔχουν, ἄν εἶναι μαῦροι ἤ λευκοί, σιτόχροες ἤ ἐρυθρόδερμοι. Ἀρκεῖ νά παραδεχθοῦν τό Εὐαγγέλιο, νά πιστεύσουν στόν Θεό καί νά ζοῦν τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια. Τί μεγάλο, ἀλήθεια, γεγονός! Ἀλλά καί πόση δοξολογία πρέπει νά ἀναπέμπουμε στόν Θεό, διότι γνωρίσαμε καί μεῖς τό Εὐαγγέλιο καί γευθήκαμε τή χαρά, τήν ὁποία ἐξασφαλίζει σ’ αὐτούς πού πιστεύουν.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Παιδίον εγεννήθη ημίν» (Γεωργίου Δημόπουλου)