100 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

100xronia 640x449

100xronia 640x449

Στά τέλη του 19ου αιώνα τὸ μέγιστο τμῆμα τοῦ ἑλληνισμοῦ στέναζε ἀκόμα κάτω ἀπὸ ἀφόρητη τυραννία. Κι αὐτὸ τὸ μαρτύριο τῶν σκλάβων ἀδελφῶν ἔκαιγε τὰ σπλάχνα τῶν ἀπελευθερωμένων.

Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε, ὁ πόθος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν ὑπόδουλων πῆρε τὴ μορφὴ ὑψηλοῦ ὁράματος ποὺ ὀνομάστηκε  «Μεγάλη Ἰδέα»  καὶ συνήρπασε τὶς καρδιὲς μικρῶν καὶ μεγάλων. Ἀλλὰ ἡ  «Μεγάλη Ἰδέα» κατέληξε στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα μεγάλος τάφος!  Ὁ ἀποτυχημένος πόλεμος τοῦ 1897 ἔφερε τοὺς Τούρκους κοντὰ στὴ Λαμία καὶ μετέτρεψε τὸ ὅραμα σὲ ἐφιάλτη.

 

Τὸ Ἔθνος λύγισε, τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ κατέπεσε, ἡ ἀπελπισία ἔπνιξε τὶς καρδιές. Τότε πετάχθηκε ἕνας ἄνθρωπος μόνος καὶ σήκωσε ψηλὰ τὸν ἥλιο.  Ἕνας! Ὁ Παῦλος Μελᾶς!

Μὲ τὴ θυσία του πότισε μὲ τὸ κρασὶ τῶν ἀθανάτων ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὸ λαό.  Καὶ οἱ ἀναστημένοι τοῦ Λεωνίδα, τῆς Σαλαμίνας, τοῦ Μαραθώνα καὶ τῆς Γραβιᾶς σταυραετοὶ τῆς λευτεριᾶς ἄνοιξαν τὰ πλατιὰ φτερά τους καὶ πέταξαν στὴν ἑλληνικότατη, σκλαβωμένη καὶ ἀπειλούμενη μὲ ἀφανισμὸ γῆ τῶν Μακεδόνων.

Ἡ ποθητὴ ὥρα σήμανε τὸ ἔτος 1912. Τὰ χριστιανικὰ κράτη τῆς Βαλκανικῆς,  Ἑλλάδα,  Βουλγαρία, Μαυροβούνιο καὶ Σερβία, μετὰ ἀπὸ πολλὲς διπλωματικὲς συσκέψεις μεταξύ τους, μὴν ἀντέχοντας τὶς σκληρὲς συμπεριφορὲς εἰς βάρος τους τῶν Τούρκων κατακτητῶν, ἀποφάσισαν νὰ κηρύξουν πόλεμο κατὰ τῆς Τουρκίας.

Οἱ Εὐρωπαϊκὲς Μεγάλες ∆υνάμεις τήρησαν οὐδέτερη στάση ἀποβλέποντας στὰ συμφέροντά τους.  Πρῶτο κήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Τουρκίας τὸ Μαυροβούνιο στὶς 25 Σεπτεμβρίου. Ἡ χώρα μας κήρυξε τὸν πόλεμο στὶς 5 Ὀκτωβρίου καὶ ὁ βασιλιὰς Γεώργιος ἔπειτα ἀπὸ πρόταση τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ἑλληνικὸ λαὸ τὸ ἱστορικό ἐκεῖνο διάγγελμα, τὸ ὁποῖο γνωστοποίησε καὶ στὶς Μεγάλες ∆υνάμεις.

Γενικὸς ∆ιοικητὴς Στρατοῦ ὁρίσθηκε ὁ τότε ∆ιάδοχος Κωνσταντῖνος. Ὁ Στρατός μας συγκροτήθηκε σὲ δύο μεγάλα σώματα, στὸν Στρατὸ Θεσσαλίας καὶ στὸν Στρατὸ Ἠπείρου, μὲ σύνολο ἀνδρῶν 110.000 περίπου. Τὸν στρατὸ αὐτὸ τὸν ἀποτελοῦσαν γενναῖα παλληκάρια ἀπὸ ὅλα τὰ ἐλεύθερα ἐδάφη τῆς Πατρίδας μας καὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴ μακρινὴ Κύπρο μας.

Οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις ἄρχισαν ἀμέσως.  Τὸ Σῶμα τῆς Θεσσαλίας μὲ ἀρχιστράτηγο τὸν ∆ιάδοχο Κωνσταντῖνο κατευθύνθηκε ἀρχικὰ πρὸς τὴ βορειοδυτικὴ Μακεδονία. Πέρασε τὴν ὀροσειρὰ τῆς Μελούνας καὶ ἐλευθέρωσε στὶς 6 Ὀκτωβρίου τὴν Ἐλασσόνα καὶ τὴ ∆εσκάτη, κυρίευσε τὰ στενὰ τοῦ Σαρανταπόρου στὶς 9 Ὀκτωβρίου καὶ μὲ σύνθημά του  «Ἐμπρὸς πάντοτε!»  ἐλευθέρωσε τὰ Σέρβια στὶς 10 Ὀκτωβρίου, τὴν Κοζάνη στὶς 12 Ὀκτωβρίου, τὰ Γρεβενά, τὴν Πτολεμαΐδα.

Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη ∆υτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά,  ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού.

Καθοριστικό ρόλο στήν ἀλλάγή πορείας τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἔπαιξε ἡ παρουσία τοῦ Ἕλληνα γιατροῦ Φίλιππου Νίκογλου πού εἶχε καταταχθεῖ ὡς ἰατρός στό βουλαγαρικό στρατό. Καταγόταν άπό τή Στενήμαχο τῆς Ρωμυλίας καί εἶχε σπουδάσει ἰατρική στή Φιλιππούπολη τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας.

Ο Νικόγλου συνάντησε στην Άνω Τζουμαγιά τον στρατιωτικό ακόλουθο της ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια, τον Αθανάσιο Σουλιώτη, τον οποίο είχε καλέσει εκεί ο Βούλγαρος στρατηγός Θεοδόροφ. Ήταν μια κίνηση που στόχο είχε να ρίξει στάχτη στα μάτια των Ελλήνων. Ο Θεοδόροφ ποτέ δεν θα πήγαινε στο ραντεβού του με τον Έλληνα αξιωματούχο. Κατευθυνόταν ήδη προς τη Θεσσαλονίκη και η συνάντηση κλείστηκε απλά για να μην καταλάβουν οι Έλληνες τον πραγματικό προορισμό του. Ο Σουλιώτης αντί για τον Θεοδόροφ συνάντησε τον Νίκογλου που τον ενημέρωσε για όλα.

Από εκεί κι ύστερα η Αθήνα έμαθε τις προθέσεις των συμμάχων της κι ο Βενιζέλος ζήτησε επιτακτικά από τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε ο πρώτος, από τους πολλούς, καυγάδες αρχιστράτηγου και πρωθυπουργού και η εντολή του τελευταίου να προχωρήσει ο στρατός στη Θεσσαλονίκη. Μόλις ὁ Βενιζέλος κατέληγε τό τηλεγράφημά του πρός τόν διάδοχο μέ τίς ἑξῆς φράσεις: «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.

Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται να στραφεί πρός τή Θεσσαλονίκη με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’.

Έτσι η προέλαση του στρατού ακολουθεί άλλη πορεία. Ο Ἑλληνικός στρατός ἐλευθερώνει τὴν Κατερίνη στὶς 15 Ὀκτωβρίου, τὴ Βέροια στὶς 16 Ὀκτωβρίου, τὴν Ἔδεσσα στὶς 18 Ὀκτωβρίου καὶ τὰ Γιαννιτσὰ μετὰ ἀπὸ σκληρὴ μάχη στὶς 19 καὶ 20 Ὀκτωβρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴ νίκη τοῦ στρατοῦ μας στὰ Γιαννιτσὰ ὁ στρατός μας πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ ἑλληνικές δυνάμεις ἀνασυντάχθηκαν καί βάδισαν –πέντε μεραρχίες– πρός τή Θεσσαλονίκη. Ἔπρεπε νά περάσουν τόν Ἀξιό ποταμό ἀρχικά. Οἱ γέφυρες ἦταν κατεστραμμένες ἀπό τους ὑποχωροῦντες Τούρκους. Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν συγκέντρωσαν κάθε εἴδους ξύλο, ἀκόμα καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους,  καὶ μέσα σὲ μιὰ νύχτα γεφύρωσαν τὸ ποτάμι. Ἔπρεπε νά κατασκευασθοῦν νέα περάσματα. Καί οἱ στρατιῶτες ἦταν τόσο καταπονημένοι…

Ὅμως τά φῶτα τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό μακριά τούς καλοῦσαν. Καί οἱ ὑπόδουλοι –πέντε αἰῶνες!– ἀδελφοί ἐκεῖ μέσα τούς καρτεροῦσαν καί μετροῦσαν τίς ἡμέρες• 24 Ὀκτωβρίου… 25 Ὀκτωβρίου… Πλησίαζε καί ἡ ἑορτή τοῦ πολιούχου τους ἁγίου, τοῦ Ἁγίου∆ημητρίου. Καί πίστευαν, πολύ τό πίστευαν, ὅτι κάτι θά ἔκανε ο στρατιωτικός Ἅγιός τους… ∆έν μπορεῖ. Κάτι θά ἔκανε.

Στὶς  25  Οκτωβρίου  η  εμπροσθοφυλακή  του  ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.

Ὁ ἑλληνικός στρατός προχωροῦσε μέ ἐμπόδια. Γιατί οἱ Τοῦρκοι δέν ἄφηναν εὔκολα τά ἐδάφη πού αἰῶνες τώρα κατεῖχαν. Πολεμοῦσαν κι αὐτοί μέ πολύ ἡρωισμό, μέ πεῖσμα καί φανατισμό, φαινόταν ὅμως καθαρά ὅτι εἶχαν ἡττηθεῖ. ∆έν τούς ἀπέμενε πλέον τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά παραδώσουν τή Θεσσαλονίκη στους Ἕλληνες.  Αὐτό τούς συμβούλευαν καί οἱ πρόξενοι τῶν ξένων κρατῶν.

Ὁ ἀρχηγός τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ Ταχσίν πασάς ὅλο και παρακώλυε καί καθυστεροῦσε τήν παράδοση. Καί ὅταν κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν πραγμάτων ἔφθασε αὐτή ἡ ὥρα,  ἔθετε ὅρους πού κρατοῦσαν ἰσχυρή  –καί ἐπικίνδυνη βέβαια–  τήν παρουσία τῶν Τούρκων στήν πόλη. Τελευταία ἀπαίτηση: Νά τούς ἀφεθοῦν 5.000 ὅπλα γιά τήν ἐκπαίδευση νεοσυλλέκτων!

Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης. Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος,  φυσικά,  απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.

Χρειάσθηκε ἀπό τό Στρατηγεῖο του στό Τοπσίν νά ἀπειλήσει μέ ἐπίθεση – τήν ὁποία καί ξεκίνησε– ὁ Ἀρχιστράτηγος ∆ιάδοχος Κωνσταντῖνος, γιά νά ὑπογραφεῖ τό πρωτόκολλο τῆς παραδόσεως τῆς Θεσσαλονίκης. Ο Ταξίν πασάς δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου ∆ημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός κυβερνήτης του «ΟΧΙ»)  και Βίκτωρ ∆ούσμανης μεταβαίνουν στο ∆ιοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.  Ἦταν δῶρο τοῦ Ἁγίου τους,  τοῦ  «Ἀκρίτη Καβαλλάρη» Ἁγίου ∆ημητρίου.

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο,  παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000  τούρκοι στρατιώτες και 1.000  αξιωματικοί.  Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70  πυροβόλα, 30  πολυβόλα, 70.000 τουφέκια και πυρομαχικά).

Μέσα στην αναστάτωση,  η οποία επικρατούσε τότε,  ένας ευσταλής λοχίας των ευζώνων ειχε μία αξιοζήλευτη έμπνευση. Θεοσεβής πολύ, καί γνωρίζοντας από την παράδοση τα θρυλλούμενα περί του Αγίου ∆ημητρίου, παρακαλούσε τον Θεό να εύδοκήσει όπως το τάγμα του εισέλθει πρώτο στη Θεσσαλονίκη και το εύφρόσυνο γεγονός να συνετελεσθεί κατά την έπέτειο του Αγίου ∆ημητρίου του πολιούχου της πόλεως.

Βλέποντας ο ευσεβής εύζωνας τον πόθο του να εκπληρώνεται έτρεξε να εκπλήρωσει εκείνο το όποιο έτρεφε ως όνειρο στην ψυχή του. Κατά την στιγμή που οι άλλοι συνάδελφοι του παραληρούσαν σαν μεθυσμένοι από το κλίμα που δημιούργησε ο ενθουσιασμός των κατοίκων, εκείνος κρυφά έφυγε από τη Μονάδα του και τρέχει να βρει το ναό του Αγίου ∆ημητρίου. Σε λίγο τα κλειδιά του ναού ήρθαν στα χέρια του και οι βαρειές θύρες ανοιγαν και άφησαν ελεύθερη την εισοδο στον πρώτο αντιπρόσωπο του χριστιανικού ελληνικού έθνους.

Κάτω από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες και τις ζητωκραυγές των παρισταμένων Ελλήνων, ο ευσεβής και γενναίος λοχίας εισερχόταν με άκρα κατάνυξη στον περικαλλή ναό που επί πεντακόσια έτη περίμενε την ίερά στιγμή κατά την οποία ο ίερός χώρος του θα αισθανόταν το πρώτο ελληνικό πόδι να βαδίζει μέσα σ’ αυτόν. Οι κολώνες του ναού έτριξαν και οι τριγμοί των εκείνοι ήσαν οι πρώτοι χαιρετισμοί, με τους οποίους ύποδεχόταν τον πρώτο Έλληνα στρατιώτη.  Γονυπετης ο ευσεβής λοχίας, τρέμοντας από ιερή συγκίνηση,  ψέλλισε την πρώτη δέηση,  έκεί που πριν λίγο ακουγόταν η φωνή του Χότζα που ικέτευε τον Προφήτη.  Και όταν τελείωσε την προσευχή του,  ο ευγενής αυτός στρατιώτης της πατρίδος και είδε οτι ο πόθο του εκπληρώθηκε, βγήκε από τον ναό και έτρεξε μέσα στις επευφημίας των Ελλήνων να επανέλθει στο τάγμα του.

Τήν ίδια ώρα πάλι, μέσα στή νύχτα, στον Λευκό πύργο υψώθηκε η ελληνική σημαία από έναν νέο ναυτικό που μπόρεσε να σκαρφαλώσει στον ιστό του,  σύμφωνα με την ζωντανή διήγηση του Ζάννα, που υπηρετούσε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού κατά την είσοδό του στην πόλη, την 26η Οκτωβρίου του 1912.

Στή θάλασσα πάλι, ο ναύαρχος Βότσης μαζί με τα γενναία του παλληκάρια του υπ αριθ. 11 τορπιλλοβόλου πλοίου, κατόρθωσαν να συντρίψουν την τελευταία ελπίδα την οποία στήριζαν οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης.  Ο ευγενής και ευσεβής Υδραίος, ο Νικόλαος Βότσης, έχει αναρτήσει την εικόνα της Θεομήτορος, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου ∆ημητρίου. Κάλεσε ένα ιερέα στο Έλευθεροχώρι και τέλεσε μέσα στο πλοίο τον αγιασμό.  Όταν τελείωσε η μυστική εκείνη ιεροτελεστία,  όλοι οι ναύτες αισθάνονταν στα στήθη τους την θεία ίσχύ. Το τορπιλοβόλο διευθυνόταν τώρα ήρεμα προς τον ώραίο κόλπο, και προστατευόταν άπό τη θεία δύναμη. Κι ένω οι τουρκικοί προβολείς από το ακρωτήριο Καραμπουρνού της Καλαμαριάς, φώτιζαν όλη τη θάλασσα άπλετα και αναζητούσαν το έλληνικό τορπιλλοβόλο,  εκείνο άθέατο μέσα από το φως, διολίσθησε έξω από τον κόλπο.

Εξέλιπε λοιπόν και ο κίνδυνος από τη θάλασσα, ο όποιος ενέπνεε ζωηρές ανησυχίες στους Έλληνες της Θεσσαλονίκης,  που φοβόταν κανονιοβολισμό της πόλεως τους, την στιγμή κατά την οποία ο ελληνικός στρατός της ξηράς θα προέλαυνε για να καταλάβει την πόλη.

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο ∆ιοικητήριο,  ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.

Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 μπαίνει στή Θεσσαλονίκη μέ ὅλο του τό ἐπιτελεῖο ὁ Στρατηλάτης ∆ιάδοχος  Κωνσταντῖνος, μέσα σέ μιά ἀποθεωτική ὑποδοχή, πού κατέληξε στην Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ,  ὅπου ἔγινε ἐπίσημη καί ἐξαιρετικά συγκινητική δοξολογία στό Θεό γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως.

Κι ἔγραφε ἡ ἐφημερίδα: «Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν Ἑλλήνων δέν εἶναι δυνατόν νά περιγραφεῖ μπροστά στή θέα τῶν Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν καί στρατιωτῶν πού εἰσέρχονταν νικηφόρα στήν πόλη μας. Ὅλοι ζητωκραύγαζαν, συνέχαιραν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, φιλοῦσαν τούς Ἕλληνες ἀξιωματικούς,  χοροπηδοῦσαν,  ἄφηναν ἀνάρθρες κραυγές,  τά εἶχαν χάσει κυριολεκτικά.  Σημαῖες ἑλληνικές εἶχαν ὑψωθεῖ στά ἑλληνικά καταστήματα καί στά ἑλληνικά σπίτια…».  Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἐλεύθερη!

Την ίδια μέρα,  κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις,  επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.  Επικράτησε,  όμως,  σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί. Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α’ να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης καί έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους της.

Αὐτὴ ἦταν ἡ θαυμαστὴ ἀπελευθερωτικὴ πορεία τοῦ στρατοῦ μας ἐκεῖνο τὸ εἰκοσαήμερο τοῦ 1912.  Μιὰ πορεία θριάμβου ποὺ ἐπανέφερε ἔπειτα ἀπὸ 482 χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς (τὸ 1430 εἶχε σκλαβωθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη)  τὴν ἐλευθερία στὴν πρωτεύουσα τῆς βορείου Ἑλλάδος. Μή ξεχνοῦμε ὅμως ποτέ ὅτι τή Θεσσαλονίκη μας τήν ἐλευθέρωσε ὁ ἀνίκητος Στρατάρχης της, ὁ Μεγαλομάρτυς Πολιοῦχος της ∆ημήτριος.