Η ΝΕΑ ΒΗΘΛΕΕΜ ΣΤΟΝ ΑΘΩ ΚΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝΑΣ (Εορτή 28 Δεκεμβρίου)

Ο Όσιος Σίμωνας ο μυροβλύτης, ο ιδρυτής της εν Άθω Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, του οποίου η μνήμη εορτάζεται τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα (28 Δεκεμβρίου), ασκήτεψε σε μια σπηλιά του Αγίου Όρους, από όπου μια νύχτα των Χριστουγέννων τον 13ο αιώνα μ.Χ., είδε το αστέρι της Βηθλεέμ πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο.

Εκεί έπειτα έκτισε, με τη βοήθεια του Θεού, ένα από τα πιο εντυπωσιακά και δύσκολα οικοδομήματα (ιδιαίτερα για την εποχή του), το μοναστήρι που φέρει το όνομά του, τη γνωστή μας Σιμωνόπετρα, η οποία μονή πανηγυρίζει τα Χριστούγεννα. 

Ας δούμε πως περιγράφουν οι βιογράφοι του, το όραμα που είδε και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, προκειμένου να κτίσει τη «Νέα Βηθλεέμ»:

Τοῦ ἐν τῇ πέτρᾳ ἀσκήσαντος καὶ μύρον ἀναβλύσαντος. Ὅστις ἀνεπαύθη τὸ ͵ασζʹ (1257) ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ, Δεκεμβρίου κη´.

Συγγραφεὶς μὲν ὑπὸ Ἡσαΐου μοναχοῦ, μεταγραφεὶς δὲ ὑπὸ Νικηφόρου ἱερομόναχου Χίου.

Ὁ ἀστὴρ τῆς Νέας Βηθλεέμ

Ἔμεινε εἰς τὸ σπήλαιον ὁ ἱερὸς Σίμων, ἀγωνιζόμενος πολλοὺς χρόνους καὶ ὑπομένων πᾶσαν κακοπάθεια, καὶ πολλοὶ ἀπὸ πολλὰ μέρη τοῦ Αγίου Ὅρους πήγαιναν εἰς αὐτὸν, καὶ ὠφελοῦντο ψυχῇ τε καὶ σώματι διότι καὶ διακρίσεως χαρίσματι ἐπλούτει, διὰ νὰ ἐξηγεῖ τὰς θείας Γραφὰς καὶ νὰ δίδει καὶ ἄλλας ψυχωφελεῖς συμβουλάς, καὶ προορατικοῦ χαρίσματος ἀξιωθείς, πρόλεγε τὰ μέλλοντα. Πλήν, αὐτὸς εἰς ταῦτα παντελῶς δὲν ἠρέσκετο οὔτε εὐχαριστεῖτο, μισώντας ὡς ταπεινόφρων τὴν ἓξ ἀνθρώπων τιμὴν καὶ ἀποφεύγοντας τὴν ἐνόχλησιν τῶν πολλῶν, ἐπειδὴ τοῦ ἐγίνετο ἐμπόδιο εἰς τὴν ἡσυχία του· διὰ τὸ ὅποιο αἴτιο, καὶ διελογίζετο νὰ ἀναχώρηση εἰς τόπον ἐρημικότερο. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁποῦ προνοεῖ καὶ φροντίζει διὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τὸν τοιοῦτον σκοπό, μὲ τὸ μέσον της πανάχραντου αὐτοῦ Μητρός· καὶ τί λογῆς, ἔρχομαι νὰ τὸ διηγηθῶ καὶ προσέχετε, ὅτι κατὰ ἀλήθειαν, πολλῆς προσοχῆς εἶναι ἄξιον.

Ἐκεῖ ὁποῦ μίαν νύκτα προσηύχετο ὁ Ὅσιος, βλέπει πάλιν τὸ σπήλαιον γεμάτο ἀπὸ φωτοχυσία θεϊκή, καὶ αἰσθάνετο πολλὴν εὐωδία, καὶ ἐλάμβανε πνευματικὴν εὐφροσύνη ἀκούει δὲ καὶ θείαν φωνὴ ὁποῦ τοῦ ἔλεγε ἔτζι· «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστὲ καὶ λάτρι τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ ἀναχωρεῖ τῶν ὧδε, ὅτι εἰς φῶς τέθηκα σὲ μέγα, καὶ μέλλω νὰ δοξάσω τὸν τόπον τοῦτον μὲ τὸ ὄνομά σου». Ὁ δὲ ταπεινότατος Σίμων, δὲν πιστεύει εἰς τὴν ὀπτασία φοβεῖται μήπως εἶναι τέχνη τοῦ πονηροῦ καὶ παγίδα· διότι ἔτρεμε πολλὰ τὸν λόγον ὁποῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὁ ἀρχέκακος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός· δι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία εἶχε πάλιν τὸν ἴδιον σκοπό, καὶ ἐστοχάζετο πάλιν, ποὺ νὰ ὑπάγῃ νὰ ἡσυχάσει.

Ἤσαν δὲ τότε ἡμέραι ὁποῦ πλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων του Σωτῆρος Χριστοῦ· καὶ μίαν νύκτα προβαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν του φαίνεται ὡσὰν νὰ ἐχωρίζετο ἕνας ἀστὴρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὴν ἀντικρὺ πέτραν, ὅπου εἶναι τώρα κτισμένο τὸ σεβάσμιον μοναστήριον αὐτὴν τὴν ὀπτασία πολλὲς νύκτες τὴν ἔβλεπε ὁ Ἅγιος, ἀλλά, καθὼς εἴπομεν, ἐφοβεῖτο μήπως εἶναι καμία πλάνη τοῦ ἐχθροῦ- ὡστόσο, ᾖλθε αὐτὴ ἡ κυρία νύκτα τῶν Γενεθλίων του Χριστοῦ, καὶ τότε δὲν βλέπει μόνον τὸν ἀστέρα, ὅτι κατέβει ἄνωθεν καὶ στάθηκε ἀντικρὺ ἐπάνω τῆς πέτρας, ἀλλὰ ἀκούει καὶ θείαν φωνὴ ὁποῦ τοῦ ἔλεγε ἔτζι· «ἐδῶ πρέπει νὰ θεμελιώσῃς, ὦ Σίμων, τὸ κοινόβιό σου καὶ νὰ σώσῃς ψυχάς, καὶ πρόσεχε καλῶς· μὴν ἀπιστήσῃς, ὡς πρότερον, ἐγὼ θέλω εἶμαι βοηθός σου· βλέπε, μὴ ἀμφίβαλε, διὰ νὰ μὴ πάθῃς κανένα κακόν».

Ἀκούει δὲ τὴν θείαν ταύτην καὶ ἀγγελικὴ φωνὴ τρεῖς φορές, ὁποῦ ἔλεγε τὰ αὐτὰ λόγια· ὅθεν γίνεται ὅλος ἔντρομος καὶ ἐνθουσιῶν, καὶ τοῦ ἐφαίνετο (καθὼς ἔλεγε αὐτὸς ὕστερον εἰς τοὺς μαθητάς του), ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένας, καὶ ἤκουσε μελῳδία ἀγγελικὴ ὁποῦ ἔψαλλαν ἐκεῖνα τὰ θεοχαρίτωτα λόγια· «δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία· μὴ φοβεῖστε ὑμεῖς, ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλη, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ». Τότε λέγει, ἄρχισε νὰ μοῦ φεύγει ὁ τρόμος καὶ ἡ ἔκστασις καὶ εὐφραινόμην πνευματικῶς, ὡσὰν νὰ ἔβλεπα παροῦσα τὴν Δέσποινα Θεοτόκο καὶ τὸν δίκαιον Ἰωσὴφ μὲ τοὺς υἱούς του, καὶ τὸν Κύριόν μας νήπιο ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνη.

(Το σπήλαιο του Αγίου Σίμωνα, κοντά στο μοναστήρι, από όπου είδε το όραμα της Νέας Βηθλέεμ)

Οἱ πρῶτοι ὑποτακτικοί

Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, καὶ ἰδοὺ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν τρεῖς ἄνδρες κοσμικοί, αὐτάδελφοι καὶ πλούσιοι (ἐπειδὴ καὶ ἡ φήμη του ἔφθασε ἕως καὶ εἰς τὴν Μακεδονία καὶ Θεσσαλία), καὶ ἐξαγορεύσαντες ὅλους τοὺς λογισμούς τους εἰς τὸν Ὅσιο, προσπίπτουν εἰς τοὺς πόδας του καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς δεχθῇ εἰς ὑποταγή· ὁ δὲ Ὅσιος ἐσυλλογίζετο μὲ τὸν ἐαυτόν του καὶ ἔλεγε, ἴσως αὐτοὶ εἶναι οἱ συνεργοί μου εἰς τὸ νὰ κτίσω τὸ κοινόβιό μου, κατὰ τὴν ὀπτασία ὅπου εἶδον, ὅμως δὲν ἐσυγκατέβη εὐθὺς νὰ τοὺς δεχθῇ, ἀλλὰ πάσχισε μὲ διαφόρους λόγους νὰ τοὺς διώξῃ ἀπὸ λόγου του· ἐκεῖνοι δέ, ὡσὰν ὁποῦ ἦσαν θεόθεν ἀπεσταλμένοι, δὲν ἔφευγαν, ἀλλὰ τοῦ ἔλεγαν, δέξαι μας ἐδῶ ὀλίγας ἡμέρας διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν εὐχαριστηθῇς, τότε δίωξέ μας. Μὲ τοιαύτας ὑποσχέσεις λοιπόν, ἐκαταπείσθη καὶ τοὺς κράτησε εἰς τὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ μετὰ τὴν κανονικὴ δοκιμασία, τοὺς ἔνδυσε τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν, καὶ ἱερουργήσας τοὺς κοινώνησε τὴν ἀχράντων Κοινωνίαν, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὸ δεῖπνο τοὺς φανέρωσε καὶ τὸν δικό του λογισμόν, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε εἰς τὸ ἑξῆς ὡς τέκνα του γνήσια· τοὺς διηγήθη δηλαδὴ κατὰ πλάτος τὴν θεϊκὴ ὀπτασία ἐκείνη, καὶ τοὺς ὅρκισε νὰ μὴ τὸ εἰποῦν εἰς τινά, ἕως ὁποῦ ζῇ ἐκεῖνος· μετὰ ταῦτα τοὺς λέγῃ, φανερὸ εἶναι, ὦ τέκνα μου, ὅτι ὁ προνοητὴς Θεὸς σᾶς ἔστειλε ἐδῶ ἐπὶ τούτου, ὄχι μόνον διὰ νὰ σώσετε τὰς ψυχάς σας, ἀλλὰ διὰ νὰ φέρετε καὶ τὸν πλοῦτο σάς, διὰ νὰ γένῃ τὸ κοινόβιο κατὰ τὴν θεϊκὴ θέλησιν. Ὑπάγετε λοιπὸν νὰ εὕρετε οἰκοδόμους, καὶ νὰ τοὺς φέρετε εἰς κατασκευὴν τοῦ μοναστηρίου.

Ὁ μαθητὴς ποὺ σώθηκε ἀπὸ τὴν κατακρήμνιση

Πῆγαν ἐκεῖνοι, εὑρῆκαν, ἔφεραν τοὺς 11 οἰκοδόμους. Ὁ δὲ Ὅσιος πρώτον μὲν δείχνει εἰς αὐτοὺς τὸν τόπον ὁποῦ ἐβούλετο νὰ θεμελιὠσῃ τὴν ἐκκλησίαν, ἔπειτα καὶ τὴν ἐπίλοιπο οἰκοδομὴν ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι βλέποντες τὸ ἀπόκρημνο καὶ κινδυνῶδες τοῦ τόπου, τοῦ ἀποκρίνονται· τί λέγεις, ἀββᾶ; Χωρατεύεις ἡ ἀληθεύεις; Τῶν ἀδυνάτων εἶναι νὰ ἐπιχειρισθοῦμεν αὐτοῦ οἰκοδομήν, ἐπειδὴ καὶ στοχαζόμεθα, ὅτι μέλλει νὰ κινδυνεύσῃ ὄχι μόνον ἡ ἐδική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ὁποῦ ἔχουν νὰ κατοικήσουν εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὸν ἐπικίνδυνο ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος μὲ πολλοὺς καὶ διάφορους λόγους δὲν τοὺς κατάπεισε νὰ ἐπιχειρισθοῦν τὰ οἰκοδομήματα, πρόσταξε καὶ τοὺς ἔβαλαν τράπεζαν διὰ νὰ γευθοῦν.

Καὶ ἐκεῖνοι μὲν ἔτρωγαν, ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Ὁσίου, ἐκεῖ ὁποῦ τοὺς κερνοῦσε τὸ κρασὶ ὄρθιος, φθόνῳ τοῦ πονηροῦ, δὲν ἠξεύρω πῶς ὑπεσκελίσθη, καὶ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὴν πέτραν εἰς τὸ ἄμετρο ἐκεῖνο βάθος, κρατώντας εἰς τὸ ἕνα χέρι τὸ ἀγγεῖο ὁποῦ εἶχε τὸ κρασί, καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὸ ποτήριον γεμάτο καὶ τοῦτο βλέποντες οἱ οἰκοδόμοι, ἔλαβον αἰτία καὶ ἔλεγαν εἰς τὸν Ὅσιο μετὰ θυμοῦ· διὰ τί, ἀββᾶ, ἐπεχειρίσθης τοιαῦτα πράγματα, καὶ ἔγινες αἰτία τοῦ τοιούτου φόνου; Ἀλλὰ καὶ ἂν θέλαμε συμφωνήσωμε εἰς τὸν σκοπό σου καὶ ἡμεῖς, πόσοι ἄλλοι ἔμελλον νὰ φονευθοῦν ἔπειτα; Ὁ δὲ Ἅγιος σιωπώντας προσηύχετο εἰς τὴν Κυρία Θεοτόκο ἐκ βάθους ψυχῆς, διὰ νὰ μὴ καταισχύνῃ βουλὴ πτωχοῦ τῷ πνεύματι· καὶ (ὢ τῶν ἀνεκφράστων θαυμασίων σου, Δέσποινα! Τίς δύναται νὰ ὑμνήσῃ τὰ μεγαλεῖα σου;) δὲν πέρασε μισὴ ὥρα, καὶ ἰδοὺ ἤρχετο ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ κρημνισθεὶς ἀδελφός, ὅλος ὑγιὴς καὶ παντάπασιν ἀβλαβής, τῇ βοηθείᾳ τῆς παναμώμου Παρθένου, βαστώντας τὸ ποτήριον καὶ τὸ ἀγγεῖο μὲ τὸ κρασί, ὄχι μόνον ἀσύντριφτα, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ χυθῇ τελείως τὸ κρασί. Καὶ τοῦτο τὸ θαῦμα ἰδόντες ἐκεῖνοι οἱ πρώην αὐθάδεις οἰκοδόμοι, ἔφριξαν καὶ τρόμαξαν, καὶ ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, ζητοῦντες συγχώρησιν, λέγοντες· Τώρα γνωρίσαμε, πάτερ, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· καὶ δὲν στάθηκαν ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ τὸν βίασαν, καὶ τοὺς κούρευσε ὅλους μοναχούς.

Πίστη ποὺ κινεῖ ὄρη

Ἔκαμαν λοιπὸν ἀρχὴν οἱ καλοὶ οὖτοι οἰκοδόμοι νὰ κτίζουν τὸ μοναστήριον μὲ προθυμία καὶ ἐπειδὴ χρειάζονταν πολλὲς καὶ μεγάλες πέτρες διὰ τὰ θεμέλια καὶ τὰς γωνίας, πρόσταξε ὁ Ὅσιος νὰ σηκώσουν μίαν μεγαλωτάτη πέτρα ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ τὴν βάλουν εἰς τὴν γωνία τοῦ θεμελίου· ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἀστοχήσαντες τὴν πρώτη θαυματουργία τοῦ Ὁσίου, κρυφογελοῦσαν, βλέποντες ἕνας τὸν ἄλλον, νομίζοντες ὅτι χωρατεύει, ἐπειδὴ καὶ ἔβλεπον, ὅτι δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ μετασαλευθῇ ἡ μεγαλωτάτη ἐκείνη πέτρα ὁποῦ τοὺς ἔλεγε ὁ δὲ Ἅγιος ὅταν εἶδεν ὅτι δὲν ἀκούουν, πηγαίνει μόνος του ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἡ πέτρα, καὶ ἀφ᾿ οὗ τὴν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τὴν σηκώνει εἰς τοὺς ὤμους του, χωρὶς νὰ τοῦ βοηθήση ἄλλος τινάς, καὶ τὴν φέρει καὶ τὴν στερεώνει εἰς τὴν γωνία τοῦ θεμελίου ὁποῦ ἦτον χρεία· καὶ οὕτως ἔδειξε μὲ τὸ ἔργον ὁ θαυμάσιος, ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος μας μὲ τὸν λόγον εἰς τοὺς Ἀποστόλους του· «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὀρει τούτω, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀρθήσεται, καὶ βληθήσεται»· διότι ἄνθρωπος κατεξηραμένος ἀπὸ τὴν σκληραγωγία καὶ τὴν ἄσκησιν, καὶ ὅπου μόνον τὸ δέρμα βαστοῦσε τὰ κόκαλα, νὰ σηκώσῃ τόσον βάρος, ὅπου τόσοι ἄνθρωποι τὸ ἐστοχάζοντο ἀδύνατον κἂν νὰ τὴν σαλεύσουν, δὲν εἶναι ὁλοφάνερο, πῶς κατάστησε τὸν ἐαυτόν του ὄργανον τῆς Παντουργοῦ δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, καὶ ἐνήργει δι᾿ αὐτοῦ ὁ Θεὸς τὰ παράδοξα ταῦτα;

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΙΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ 1990