Οι άγιοι Πέντε Μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης μαρτύρησαν στην περιοχή της Καππαδοκίας τον 3ο μ.Χ αιώνα κατά τον πλέον αδυσώπητο διωγμό των χριστιανών επί Διοκλητιανού.
Επί σειρά αιώνων και μέχρι τις ημέρες μας οι ένδοξοι Πέντε Μάρτυρες δεν έπαυσαν να επιτελούν θαύματα προς παρηγορία των χριστιανών. Στη νήσο Χίο κατά τη διάρκεια ενός δριμύτατου χειμώνα, μόνο ένας ευλαβής εφημέριος και κανείς άλλος δεν μπόρεσε να φτάσει στο απόμερο εξωκκλήσι της Νέας Μονής που ήταν αφιερωμένο στους αγίους Πέντε Μάρτυρες για την πανήγυρη.
Ο εφημέριος αποφάσισε παρ’ όλα αυτά να τελέσει την ακολουθία και είδε ξαφνικά να εμφανίζονται πέντε μορφές, όμοιες κι απαράλλαχτες με τις εικόνες των αγίων. Πήραν θέση στο ψαλτήρι και έψαλλαν με καθαρή φωνή τους ύμνους της εορτής. Την ώρα που έπρεπε να γίνει η ανάγνωση του Μαρτυρίου τους, ο νεαρός Ορέστης στάθηκε στο αναλόγιο στο κέντρο του ναού και άρχισε να διαβάζει. Κατά τη διήγηση όταν ο έπαρχος Αγρικόλαος διέταξε να βάλουν τον Ορέστη πάνω σε πυρακτωμένη κλίνη ο νέος στρατιώτης αρχικά δειλίασε προ της φρίκης του μαρτυρίου, τον ενθάρρυνε όμως στον αγώνα του ο Ευστράτιος και ο Ορέστης έπεσε πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι φωνάζοντας: «Κύριε, στας χείρας σου παραδίδω την ψυχή μου».
Καθώς ο Ορέστης διαβάζοντας έφθασε στην περιγραφή του μαρτυρίου του, αντί να διαβάσει «εδειλίασεν» μπροστά στην πυρακτωμένη κλίνη, διάβασε «εμειδίασεν». Ο Ευστράτιος τον διέκοψε τότε και του είπε σε αυστηρό τόνο «Ανάγνωσον το γεγραμμένον καθώς το έπαθες!» Ερυθριάζοντας από ντροπή ο Ορέστης διάβασε «εδειλίασεν». Μόλις τελείωσε η αγρυπνία, οι άγιοι έκλεισαν τα βιβλία, έσβησαν τα κεριά και έγιναν άφαντοι εξίσου ξαφνικά όπως εμφανίστηκαν.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής