Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

Η Αγία Ευφημία εορτάζει δύο φορές τον χρόνο, στις 16 Σεπτεμβρίου και στις 11 Ιουλίου για το θαύμα των λειψάνων της στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο 


Κείμενο του Αρχιμανδρίτου Νικοδήμου Αεράκη, Ιεροκήρυκος

Η Αγία Ευφημία έζησε κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας. Ήταν θυγατέρα του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η Αγία παιδαγωγήθηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» διό ηγάπησε τόν Χριστό, την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολο­γίαν του Χριστού.

O ανθύπατος της Ανατολής Πρίσκος, εχων συγ­κάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως Απελ­ιανόν, κήρυξε, κατά την απόφαση και εντολή του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών στην Ανατολή. Κατά την εορτή του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο, θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ’ ομά­δας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημι­κάς περιοχάς. Ή Αγία Ευφημία ηγείτο μιας τέτοιας ομάδος, στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.

Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Στην πρόσκληση του Πρί­σκου νά θυσιάσουν εις τό είδωλον του Άρεως η Αγία και η ομάδα της αρνήθηκαν με τόλμην και παρρη­σίαν και από την απάντησίν τους θύμωσε ο Πρίσκος και έδωκεν εντολή να δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας δοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την άρνησή των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πεί­σει να θυσιάσει. Μετά την άρνησή της και την ομολο­γίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν, την έβαλε στον τροχόν. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς.

Μετά το πέρας της προσευχής της, θαυμα­τουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ αρνήθηκαν να ρίψουν την Αγίαν στην κάμινον, διότι έβλεπον να βρίσκονται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άν­δρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χρι­στόν και εμαρτύρησαν. Προσευχηθείσα η Αγία ερρί­φθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.

Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύ­ριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σί­δηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σωμά της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστά­θη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις μεγάλην δε­ξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσ­σης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ­λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλ­θεν αβλαβής. Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν.

Τέλος ερρί­φθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυ­ρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω πα­ρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.