Η Ιερά Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου στα Ιεροσόλυμα
Ενθυμήσεις παρακλητικές από την Λαύρα του Αγίου Σάββα
Χρέος ιερό είναι θεωρώ, να γράψω δυο λόγια για το αλησμόνητο, το μοναδικό προσκύνημα της ζωής μου, στην αγιασμένη γη, της Λαύρας του Αγίου Σάββα, του όχι απλώς ηγιασμένου, αλλά του ενδόξως θεώμενου πατρός πατέρων.
Πέρασαν κιόλας τρία σχεδόν χρόνια, από το μεσημέρι εκείνο, που μέσα από το βαν, είδαμε ξαφνικά μετά την τελευταία στροφή, μπροστά μας στην κατηφόρα μέσα στην στεγνή πέτρα και το φως του ηλίου, το κάστρο της αρετής, την παλαίστρα των υπεράνθρωπων αγώνων, το μελίσσι των οσίων εργατικών ακαμάτων μελισσών που ρουφούν το νέκταρ της προσευχής και της λατρείας του Εσταυρωμένου.
Από μακριά φαίνεται ο πύργος του Ιουστινιανού. Κατόπιν φτάνεις στο προαύλιο, όπου μέσα από μια στενή πύλη, εισέρχεσαι στο άβατο του παλαιφατου Μοναστηριού.
Τι λόγια να πει κάποιος. Κανονικά ο λόγος καταργείται εδω. Η γλώσσα αφήνει τα λογικά όπλα της και την ανόητη παρρησία της στην άκρη, μαζεύεται και κουλουριάζεται σαν το φοβισμένο φίδι, μένοντας ενεή με ένα εκστατικό δέος.
Ησυχία μοναστική. Ησυχία που μυρίζει θάνατο και ανάσταση. Μεσημέρι στην έρημο. Αρχέγονη εικόνα κτίσης απαράκλητης. Η έρημος σε καλεί να την γνωρίσεις, όχι τουριστικά, επιπόλαια, αλλά προσκυνηματικά, οντολογικά βαθιά, υπαρξιακά.
Κάθε γωνιά αυτού του τόπου, κάθε πέτρα, κάθε πορτούλα και παράθυρο, ότι έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος στο πέρασμα των χρόνων, σύμφωνα με το χρειώδες, το απόλυτα αναγκαίο, σου ψιθυρίζει σιωπώντας τα πάντα. Ό,τι μπορείς να σκεφτείς.
Ω! αγία ζεστή έρημος! Πόση απόσταση έχεις με την έρημο της ψυχής μας. Μοιάζεις μόνο εικονικά. Η δική μας είναι κρύα.
Οι κάρες των πατέρων. Σφαγιασμένοι και συνάμα θεώμενοι. Όπως ο Κύριος τους. Πιστοί μαθητές και ακόλουθοι.
Το σπήλαιο των ευωδιών, σου δείχνει ολοκάθαρα νοητά την πύλη του παραδείσου, και αυτοί που την πέρασαν άξια, σε καλούν να πετάξεις το τσουβάλι που λέγεται σάρκα και την σαβούρα που το γεμίζει και λέγεται πάθη, και να περάσεις μαζί τους απέναντι στην άχρονη και απέραντη κοιλάδα με την ολόχρυση χλόη των θείων μυστηρίων.
Ο τάφος του Γέροντα των πάνω από 5.000 πατέρων. Το σκήνωμα του. Εδώ πέφτεις κατάχαμα. Κλαις. Δεν σταματάς να κλαις. Ναι έκλαψα. Μην ρωτήσετε γιατί. Ούτε και εγώ ξέρω. Με είδε κάποιος. Με ρώτησε. Άσε με του λέω. Δεν έχω τίποτα. Πραγματικά δεν έχω τίποτα.
Αυτός όμως εδω, ο ακίνητος και ξαπλωμένος υπομονετικά, ο φαινομενικά νεκρός, έχει τα πάντα.
Το μόνο που περιμένει είναι η Ανάσταση, αλλά δεν βιάζεται, ζει ήδη τον Χριστό, ζει με τον Χριστό, από την πρώτη στιγμή που συνάχτηκαν τα πρώτα του κύτταρα για να σχηματίσουν το άγιο κύημα, μέσα στην κοιλιά της μακαρίας μητρός του, ζούσε για τον Χριστό, προεγνωσμένος πριν έρθει το φως, να ποιμάνει, να φροντίσει, να διδάξει, να παλέψει, να θαυματουργήσει, να ομολογήσει, να δοξαστεί.
Στέκεσαι πολύ ώρα. Σε τραβάνε κάποιοι βιαστικοί, που δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι γιατί βιάζονται, ενώ όλη την ζωή τους περίμεναν να έρθουν εδω. Ίσως επειδή η ψυχή δεν αντέχει τελικά την αλήθεια όταν την βρει ζωντανή. Της αρέσει η ψευδαίσθηση.
Μένεις στο σκήνωμα. Μιλάς και σου μιλαει. Μυστικά, απαλά, γαλήνια και νοερά. Φορά τα άμφια και ιερουργεί αιώνια. Ακωλύτως και απορρήτως. Ευλογεί και χαριτώνει.
Με ποια όμως παρρησία να διαλεχθείς μαζί του; Με ποιο λόγο να σταθείς μπροστά του; Και τι να τον πρωτοπαρακαλέσεις να σου διηγηθεί; Τι δίδαγμα, θα πάρεις στα χέρια όταν φύγεις;
Ποιους αγωνες, ποια μονωση, ποιο πονο, ποια ερημια, ποια υπομονη, ποια στοργη στον πονεμενο, ποια διδαχη στον τυφλωμενο, ποια παρακληση στον αποκαμωμενο, ποια προσευχη στον Ερωμενο;
Πες μου Σάββα Γέροντα Άγιε, δόξα και καύχημα, σε μένα τον γόνο της αναξιότητος.
Ποσα ολοφωτα λειτουργικα πρωϊνα, ποσα μεσημερια, ποσα δειλινα, ποσες νυχτες, ποσες ωρες μυστικες, εβδομαδες, χρονια, δεκαετιες, μια ζωη ολοκληρη, χιλιαδες ζωες αλλων η δικη σου, να παλευεις με τον Θεο, μεσα στην σκονη, την ζεστη, το αεναο μουρμουρημα του χειμαρου των κεδρων, με την πολυμηχανη και αδιστακτη μηχανη του κακου, τις επιταγες της σαρκας και των αναγκων, με τα θεληματα και τις παρακοες, τα βασανα, τις επιδρομες, και ολα τα ορατα και αορατα εμποδια του κοσμου.
Αναπαύεσαι τώρα και αναπαύεις κάθε πονεμένο, κάθε άρρωστο που αποζητά την αφθαρτη χειρα σου, την αγια, να τον χαϊδεψει, να τον ευλογησει, να του χαρισει ιαση, απαντοχη, καρτερια, μπροστα στην δοκιμασια, δεν μενεις παντα εδω, γυρνας στα Νοσοκομεια, στους διαδρομους απο τους οποιους ακουγονται οι κραυγες του πονου, στα αντικαρκινικα οπου γης, εκει οπου καθε ταλαιπωρο πλασμα, αντιμετωπιζει τον αδυσωπητο θανατο, τον οποιο νικησες, και οπως εσυ κρατιεσαι σφιχτα και σταθερα απο την αχραντη χειρα του Δεσποτη Χριστου, ετσι παραμυθεις τον αρρωστο.
Προσεχεις μαζι και τους ενσαρκους αγγελους της ερημου, τους πατερες που 15 αιωνες μετα, βαδιζουν πανω στα φωτεινα βηματα σου, αγωνιζονται με εναν απεγνωσμενο ηρωϊσμο, με το αυστηροτερο μοναστικο τυπικο που υπαρχει στον πλανητη, σχεδον τον μισο χρονο αγρυπνιες, νηστειες απαρακλητες και περιβαλλον που δεν αντεχει ο μεσος ανθρωπος ουτε για μερικες ωρες, με την καλη απογνωση αυτην δηλαδη του παλαιου εαυτου, που νεκρωνεται για να ζησει, που χανεται για να ξαναβρεθει, που μπαινει στο περιθωριο του κοσμου, για να βγει στο ξεφωτο του Θεου.
Σάββα Άγιε. Γέροντα, Πάτερα, Ιατρέ, Λειτουργέ, πως να σε πρωτοπροσφωνησει καποιος, πως να σε επικαλεστει;
Ευχου και πρεσβευε, να μαλακωσει η ψυχη μας, οπως μαλακα ειναι τα σωματα των μοναχων σου, μολις κοιμηθουν, και μενουν ετσι, αποδειξη χειροπιαστη οτι συγκυβερνας την κτιση και τους νομους της, μετα του Κυριου των απαντων, με το αηττητον τροπαιον, με το ακρον εφετον, τον θησαυρο της καρδιας σου, τον Δωρεοδοτη και Αγωνοθετη, τον Στεφανουντα με το αμαραντο στεφανο της ακτιστου δοξης τους νομιμως αθλησαντες, αχρι συντελειας του αιωνος.
Θελω να γραψω πολλα, αλλα δεν εχει νοημα, σημασια δεν εχει να φλυαρεις αλλα να αισθανεσαι και να σιωπας. Μιλαμε γιατι δεν εχουμε, λεμε γιατι αναζητουμε, εαν ειχαμε, εαν κρατουσαμε, τοτε θα σιωπουσαμε.
Ας ειναι. Εστω και ετσι, βλεποντας στο τζαμι της λαρνακας του σκηνωματος του Αγιου Σαββα, να καθρεπτιζονται τα χαλια μας, παρακαλαμε να πει κατι και για εμας, εκει στις απλωταριες τις ολοφωτες στις καταφυτες πλαγιες του παραδεισου που καθεται μια γυρα με τους ομηλικους του στο πνευμα, του παλαιστες τους σεσωσμενους τους απο αιωνες, γυρω απο τον Γεροντα των γεροντων τον Κυριο Ιησου Χριστο, και συζητουν τα ανειπωτα μεγαλεια που εχει ετοιμασει προ καταβολης κοσμου για τα τεκνια Του.
Φευγοντας, γυρνας για τελευταια φορα, ο ηλιος σε τυφλωνει, η λαμψη και η αρετη του Αγιου Σαββα απειρως περισσοτερο, κοιτας το πετρινο συγκροτημα, αυτην την δεξαμενη της χαριτος, αυτο το θαυμα της πιστης, της αφοσιωσης, της ανυποχωρητης αγωνιστικοτητας, και λες..
Ακομα και εαν δεν αξιζε η ζωη μου, ακομα και εαν το αν ερθω εδω να ζησω, δεν με δικαιωνει, ουτε εχω καμμια προοπτικη, ουτε προσφερα κατι στον κοσμο, δεν ειμαι τιποτα, δεν εχω να παρουσιασω κατι στον Θεο και στον αδελφο, ομως εαν βρεθω μπροστα στον Κυριο μου καποτε, θελω να Του πω ενα πραγμα.
Σ’ευχαριστω Κυριε, που με αξιωσες να ερθω να προσκυνησω στην Λαυρα του Σαββα του Ηγιασμενου, σ’ ευχαριστω που ευδοκησες να αφησω λιγα δακρυα στο ζαφειρενιο πατωμα της παραδεισιας γης του, μπροστα στο αφθαρτο και θαυματουργο σκηνωμα του, κι αν εχει ευλογια Κυριε, με εκεινα τα δακρυα, που ειμαι σιγουρος οτι τα πηρε ο Σαββας ο Ηγιασμενος, τα αποξερανε στον ηλιο της αρετης του, τα εκανε μικρα μαργαριταρια ευλαβειας, μικρες στρογγυλες προσευχες και παρακλησεις, και στα προσεφερε, γιατι δεν εχω τιποτα αλλο να σου προσφερω, μνησθητι κυριε του δουλου Σου, και σωσε με, και σωσε μας, τους αναξιους, πρεσβειαις του Αγιου Σαββα του Ηγιασμενου, πατρος ημων των αναξιων.
Αμην.
Ένας προσκυνητής.
ΠΗΓΗ: agiooros.net