Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (Εορτή 28 Σεπτεμβρίου)

Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ό μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά πού μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε πού τα ‘βαλε ό λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ό Θεός για κείνους πού τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκε ό Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.

Το ξύλο της ζωής είναι ή αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ό Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ίδρωτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ίδρωτα και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί πού επέτρεψε ό Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωση του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, ή εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ό σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ίδρωτα του προσώπου μας.

Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ό ουράνιος άρτος είναι ό Χριστός, πού ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αύτη ή ζωή είναι ή τροφή των αγγέλων.

Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ίω. 6, 58). Διότι «ό τρώγων -λέει- από τον άρτο πού εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος πού τρώγει από τον άρτο της αγάπης, πού είναι ό Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός πού τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ό απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «Ό Θεός είναι αγάπη» (1 Ίω. 4, 8).

Λοιπόν οποίος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον όποιο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας του Θεού

Η αγάπη είναι η βασιλεία, πού μυστικά υποσχέθηκε ό Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά ή αγάπη; Γιατί ή αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Ή αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί πού ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Ψ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός πού ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι και ένιωσαν ντροπή οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια και οι φτωχοί και πλούτισαν με την ελπίδα και οί άρρωστοι και έγιναν υγιείς και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί.

Η αγάπη τον Θεού είναι αστείρευτη

Η αγάπη πού προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, πού συντηρείται με το λάδι ή ακόμη, μοιάζει με το χείμαρρο, πού τρέχει μόνο όταν βρέχει και γίνεται ξερός όταν σταματήσει ή βροχή. Όμως ή αγάπη πού προέρχεται από το Θεό είναι σαν την πηγή πού αναβλύζει και ποτέ δε σταματάει ή ροή της και το νερό της δε σώνεται, γιατί ό Θεός μόνος είναι ή πηγή της αγάπης.

Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση

Η αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι’ αυτό και ή καρδιά εκείνου πού την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης πού τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:

Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ’ αυτόν ό φόβος και ή συστολή («αιδώς») και γίνεται εκστατικός. Και ή δύναμη πού συμμαζεύει το νου χάνεται και έρχεται, σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ό νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική δράση και χάνει την αίσθηση της κίνησης του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ό νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και ή διάνοια του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.

Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματα τους σαν το τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά πού έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός και εμείς να τη φτάσουμε!