Τοῦ πρώην Πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Καθηγητὴ τῆς Γλωσσολογίας κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη
Ἔχουμε ἀλήθεια σκεφτῆ γιατί μία ἑορτὴ Παιδείας, ἕνας κάτ’ ἐξοχὴν ἑορτασμὸς τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καὶ τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στὴν Ἒλλάδα μὲ μία ἑορτὴ θρησκευτική, μία ἑορτὴ τιμῆς πρὸς τοὺς θεμελιωτὲς τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Πίστης; Γιατί σὺν-ἑορτάζονται Παιδεία καὶ Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ ὄχι λ.χ. Παιδεία καὶ πατριάρχης Φώτιος, μία μεγάλη παιδευτικὴ μορφὴ τοῦ Βυζαντίου, ἢ Παιδεία καὶ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ἢ Παιδεία καὶ Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα;
Ἢ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὃ συνεορτασμὸς αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν εἶναι συμπτωματικὸς ἢ προϊὸν ἰδεολογήματος, ἀλλὰ εἶναι συσχετισμὸς οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καὶ πολιτισμικῆς σχέσης, σχέσης ταυτότητας καὶ ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς Χώρας.
Θεωρῶ ὅτι ὃ συνεορτασμὸς πηγάζει ἀπὸ μία σαφῆ πολιτισμικὴ παραδοχὴ καὶ ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἢ ἑλληνικὴ Παιδεία στηρίχτηκε σὲ δύο παιδευτικοὺς ἄξονες, στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ στὴν Ὀρθοδοξία Μὲ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε στὴ σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στὰ μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καὶ στὴ σπουδὴ τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, ὃπως θεμελιώνεται στὴ διδασκαλία τῆς Κ.Διαθήκης καὶ ἑρμηνεύεται στὰ μεγάλα κείμενα τῆς Ὂρθοδοξης Θεολογίας, στὰ κείμενά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ή ἑλληνικὴ σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπὸ παλιὰ δύο παιδευτικὲς ἀρχές: τὴν Ἑλληνικότητα καὶ τὴ Χριστιανικὴ Πίστη, ὅ,τι ὀνομάστηκε Ἑλληνοχριστιανικὸ Ἰδεῶδες. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἰδεῶδες ποῦ δὲν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τὸ ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικὸς Διαφωτισμὸς μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Κοραὴ καὶ τοὺς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη, τὸ Νεόφυτο Δοὺκά, τὸν Ἄνθιμο Γαζή, τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τὸ Νεόφυτο Βάμβα κ. α.), οὔτε ὅταν τὸ ὑπὸστήριζαν ὃ Μακρυγιάννης, ὃ Κολοκοτρώνης καὶ ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἂργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ΄ ἕναν ἔντονο συντηρητισμὸ στὴν ἐκπαιδευτικὴ πράξη, καὶ ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά, ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικὰ στὴ δικτατορία του Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικὸ σύνθημα.
Τὰ πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νὰ στρεβλωθοῦν καὶ νὰ ἀπαξιωθοῦν, ἂν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καὶ προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρὸς ἢ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νὰ «ἀποχαρακτηρισθῆ» πολιτικὰ καὶ ἰδεολογικά, μὲ ἐξαίρεση τὶς ἱστορικὲς ἀναφορὲς στὴν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καὶ νὰ ἐπανακτήσει τὸ πρωτογενὲς καὶ οὐσιαστικὸ ἐννοιολογικὸ καὶ σημασιολογικὸ περιεχόμενό της, ποῦ εἶναι ἢ ἀναφορὰ στὸ δίπολο Ἑλληνικότητας καὶ Χρἰστιανισμού, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ Χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας. Κι αὐτό, γιατί οἱ τρεῖς αὐτοὶ γίγαντές τῆς Πατερικῆς Θεολογίας μέσα ἀπὸ τὴ βαθειὰ χριστιανικὴ τους πίστη καὶ τὸ θεϊκὸ χάρισμα, «τὴ θεία χάρη» νὰ ἀποτελέσουν τοὺς κύριους καὶ αὐθεντικούς (μετὰ τὸν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νὰ ὁρίσουν τὴν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τὸ πρόσθετο προνόμιο νὰ ἀκονήσουν τὸ πνεῦμα τους στὰ μἐγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ρητορικῆς, σὲ γλώσσα ἑλληνικὴ καί σὲ μεγάλες Σχολὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν ὃ Βασίλειος καὶ ὃ Γρηγὸριος, στὴν Ἀντιόχεια κοντὰ στὸ Λιβάνιο ὃ Ἰωάννης.Ἔτσι, ἦταν λογικὸ νὰ γίνουν καὶ οἱ φυσικοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μὲ τὰ χριστιανικὰ διδάγματά τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Μὲ τὴ θητεία τους στὰ ἑλληνικὰ γράμματα δὲν ἀπαρνήθηκαν τὴν ἴδια τους τὴν ὕπαρξη, τὴ Χριστιανικὴ Πίστη, μὲ τὴν ὁποία ταυτίστηκαν καὶ τὴν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καὶ στερέωσαν μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τὴν καλλιέργεια ποῦ ἀπέκτησαν ἀπὸ τὴν ἀναστροφή τους μὲ τὸν ἑλληνικὸ στοχασμό. Αὐτοὶ ἤσαν ποῦ τόλμησαν νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἀνάγκη ἐπαφῆς τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως τῶν νέων, μὲ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία μὲ τὰ ἑλληνικὰ κείμενα:
«Καὶ ποιηταῖς καὶ λογοποιοῖς καὶ ρήτορσι καὶ πάσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἂν μέλη πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλεια τὶς ἔσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δὲν διστάζει νὰ πεῖ γιὰ τὸν Ὅμηρο:
«Πάσα μὲν ἢ ποίησις τῷ Ὅμηρω ἀρετῆς ἐστὶν ἔπαινος καὶ πάντα αὒτὢ πρὸς τοῦτο φέρει». Καὶ χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς «κακῶς εἴδοτας», ὅσους θεωροῦν «τὴν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλαδὴ τὴν θύραθεν, τὴν ἑλληνικὴ) ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερᾶν καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν» καὶ νὰ λέει ἀπαξιωτικὰ «οὐκουν ἄτιμαστεον τὴν παίδευσιν (ἐννοεῖ τὴν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν».
Ἂν γεφυρώθηκε τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὴν ἀπέχθεια τῶν νεοφῶτιστων Χριστιανῶν πρὸς τὴν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καὶ τὰ ἀσεβῆ ἑλληνικὰ γρὰμματα (Ἕλλην, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, σήμαινε «εἰδωλολάτρης», τὸ ἴδιο ὅπως καὶ ἢ λέξη «ἐθνικὸς») καὶ στὴν, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιὰ τοὺς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτὸ ἔγινε μόνο χάρη στὴ σθεναρὴ στάση, τὸ κύρος καὶ τὴν πρακτικὴ τῶν Τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπου δασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν προσέγγιση μάλιστα πρὸς τὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ κεῖμενα συνέβαλε καὶ ἢ υἱοθέτηση καὶκαθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας (ἀντίθετα πρὸς τὴν ἁπλούστερη ἑλληνιστικὴ Κοινή, στὴν ὁποία εἶναι γραμμένο τὸ Εὕαγγέλιο). Μέσα ἀπὸ αὐτὴν (τὴν ἀττικὴ) ἢ πρόσβαση πρὸς τὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.
Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καὶ δὶδασκάλων τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας ἦταν προϊὸν μίας βαθύτερης, εἰλικρινοῦς καὶ βιωματικῆς κατάφασης πρὸς τὸ Θεό, πρῶτα καὶ πάνω ἄπ’ ὅλα, μὲ τὴν τριαδικὴ χριστιανική του σύλληψη, πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ πνεῦμα, ποῦ κάτι ἐξοχήν συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Δημιουργὸ του, καὶ πρὸς τὴν καλλιέργεια τοῦ πνεύματος μέσα ἂπό τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Πίστης, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κατάκτησή τῆς γνώσης καὶ τὴν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἢ ὁποία – γιὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους διανοητὲς Χριστιανοὺς – περνάει μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὰ ἑλληνικὰ κεῖμενα. Ἔτσι, στὴ διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἢ ὀρθολογικὴ σκέψη τῆς Δύσης συνδυάστηκε καὶ συμφιλιώθηκε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικὴς ἀλήθειας στὸν ἀνατολικὸ χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικὸς χαρακτήρας τῆς Χριστιανικῆς Πίστης κάλυψε καὶ καλύπτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
ΠΗΓΗ: Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, imkifissias.gr