Μνήμη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (4 Μαρτίου 1851 – 3 Ιανουαρίου 1911)
Η οικογένεια και η παιδική του ηλικία
Σύμφωνα με την παράδοση, το όνομα του πανέμορφου νησιού της Σκιάθου, προέρχεται από την ένωση των λέξεων σκιά και Άθως, δηλαδή σκιά του Άθωνα. Επιπλέον, μέχρι και σήμερα είναι εμφανής η πνευματική σχέση του νησιού με το Άγιον Όρος. Όλα αυτά μαζί με την πνευματική καταγωγή της οικογένειας του, διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του μικρού Αλέξανδρου.
Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ ήταν ιερέας και καταγόταν από ναυτική οικογένεια, που κρατούσε από την παλιά οικογένεια του Χατζηγιάννη, απ’ την οποία προέρχονταν ηγούμενοι και ιερομόναχοι. Η μητέρα του, Γκιουλιώ (Αγγελική) ήταν κόρη του Αλέξανδρου Μωραΐτη, την αρχοντική οικογένεια των Μωραϊτηδων του Μιστρά, που εγκαταστάθηκαν στη Σκιάθο μετά τα Ορλωφικά και αγόρασαν πολλά κτήματα στο νησί. Όμως, η οικονομία και η κοινωνία του νησιού παραμένει κλειστή.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική κάμψη και την δραματική πενία της οικογένειας, ωστόσο παραμένει το κύρος και οι κοινωνικές γνωριμίες του παπα-Αδαμάντιου, πατέρα του νεαρού Αλέξανδρου. Νονός του υπήρξε ο αδελφός της μητέρας του, Κων/νος Α. Μωραΐτης, που διετέλεσε τρεις φορές δήμαρχος της Σκιάθου.
Σαν παιδί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «είχε μυαλό, μα ήταν στραβόξυλο και ψωροφιλότιμος» και πάσχιζε «να μην φαίνεται επιδεικτικός στους άλλους, ώστε να μην προκαλεί αντιζηλία στους συμμαθητές του, αν και γνώριζε την ιδιαίτερη κλίση του στην τέχνη και την χριστιανική γνώση, παρ’ όλα αυτά παρέμεινε φύσει ταπεινόφρων» γράφει ο καθηγητής του Γ. Γεωργάρας. Επίσης, δάσκαλοι του υπήρξαν οι περισσότεροι συγγενείς του από την μητέρα του (Γ. Λογοθέτης, Α. Καλοειδής, Ι. Μωραΐτης). Η επίδοση του στα θετικά μαθήματα παραμένει χαμηλή, κάτω του μετρίου. Χάριν στα θεωρητικά μαθήματα καταφέρνει και αριστεύει και λαμβάνει το απολυτήριο του σχολαρχείου «Επαινετέος επαίνω Α’ βαθμού».
Εσωστρεφής, μονήρης και εραστής της ερημιάς, ακολουθεί την μητέρα του σε αγροτικές εργασίες, στα προσκυνήματα και στις εκδρομές. Συνοδεύει τον πατέρα του ψάλλοντας στην εκκλησία που λειτουργούσε, γι’ αυτό και έπειτα έγινε ικανός ψάλτης. Αφιερώνεται στην ζωγραφική, στο διάβασμα και αρχίζει τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες. Παράλληλα, διαβάζει τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, την Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, την Παλαιά Διαθήκη, το Ευχολόγιο και άλλους ησυχαστές Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Άγιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη.
Η επίσκεψη στο Άγιον Όρος και η άποψη του για το Μοναχικό Σχήμα (Ο ”κοσμοκαλόγερος”)
Η επίσκεψη του στα μοναστήρια του Αγίου Όρους τού προκαλεί δέος, συγκίνηση και θαυμασμό. Τον συνεπαίρνει ο μοναχικός βίος. Ωστόσο, θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα». Η επαφή του με την φιλοκαλική και πατερική παράδοση θα τον επηρεάσει αργότερα στα γραπτά του. Επιστρέφει και φοιτά στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής του υγεία στάθηκαν εμπόδια για την ολοκλήρωση των σπουδών του. Αν και δύσκολο και σπάνιο για την εποχή του, μαθαίνει αγγλικά και γαλλικά. Κάνει μεταφράσεις και αρθρογραφεί στην εφημερίδα ”Ακρόπολη”. Πάντως, η οικονομική του κατάσταση δεν καλυτέρευσε σχεδόν ποτέ στην ζωή του.
Ονομάστηκε «κοσμοκαλόγερος», γιατί δεν νοιαζόταν για τα της βιοτής του. Λιτότατος και καλογερικός, όποια χρήματα κέρδιζε, τα έστελνε στην πολυμελή οικογένεια του στην Σκιάθο, τα έδινε στο νοίκι και τα υπόλοιπα τα μοίραζε τους φτωχούς. Η προσήλωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την λειτουργική της παράδοση και παράλληλα, η εσωτερική του αναζήτηση για το θείο φως, τον έκαναν να μοιάζει με καλόγερο μέσα στον κόσμο.
Συνεργάζεται με την εφημερίδα ”Το Άστυ” και ο διευθυντής της τού προσφέρει μισθό 150 δρχ. Εκείνος απαντά ότι είναι πολλά, ότι του αρκούν 100 δρχ. (το περιστατικό σημειώνει ο Παύλος Νιρβάνας). Κάθε πρωτομηνιά μόνο είχε χρήματα στην τσέπη του και έτσι, έγραψε κάπου: «Κατ’ εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος».
Οι άνθρωποι – ήρωες στο έργο του
Ελάχιστοι οι φίλοι του, ήταν επιφυλακτικός στις ομιλίες του. Αναζητούσε πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του, στην ψαλτική του, στην ποίηση του, στον ποιητικότατο πεζό του λόγο και στα διάφορα διηγήματά του. Είχε δηλώσει ότι: «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου, να περιγράφω μετά έρωτος την φύση και να ζωγραφίζω μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Πολλά από τα συγγράμματά του είναι εμπνευσμένα από το νησί του. Γράφει για την θάλασσα της, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα εκκλησάκια, μα πρωτίστως υμνεί την Παναγία, την μητέρα του, την φύση και τα ορθόδοξα χριστιανικά βιώματά του. Οι ήρωες των έργων του είναι οι άνθρωποι που βλέπει ο ίδιος το πρωί στην Εκκλησία και το βράδυ στην ταβέρνα. Οι ιερωμένοι, οι χήρες, τα ορφανά, τα πρόσωπα των Αγίων, οι μετανάστες, οι τοπικοί θρύλοι με τις μάγισσες του νησιού και οι άνθρωποι, που κάποιοι τους ονομάζουν περιθωριακούς και αγύρτες. Όμως ο Παπαδιαμάντης τους αποτυπώνει και τους ονοματίζει καημό, βάσανο και έμπνευσή του.
Άνθρωποι που αμαρτάνουν αλλά και μετανοούν, που πέφτουν και σηκώνονται, εξομολογούνται και παλεύουν πάλι (όπως η Φραγκογιαννού στη ”Φόνισσα”) και κάπου στην ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι κατακριτέοι, αλλά αφήνει στο έργο του την επιεική θεία δικαιοσύνη και πρόνοια να μπαίνει μπροστά κι αυτήν να έχει πρώτο τελευταίο λόγο.
Εγκαινίασε την διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Η πένα του αποκτά ποιότητα, ήθος και πνευματική αρχοντιά, ακουμπώντας στους βασανισμένους και ταπεινούς ανθρώπους και στις δραματικές τους συγκρούσεις στην ζωή. Εκτός από την καθαρεύουσα, έχει γράψει και στην δημοτική γλώσσα. Αν η πεζογραφία του έχει την δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Χαρακτηριστικά της σκέψης του
Ο Παπαδιαμάντης την αγιότητα την αντάμωσε περισσότερο στους απλούς ανθρώπους του Θεού και λιγότερο στα «θερμοκήπια» εννοώντας ότι η δυνατότητα αγιότητας δεν υπάρχει μόνο στα εκκλησιαστικά ή μοναχικά θερμοκήπια, αλλά και στην κοσμική βιοπάλη και στον πνευματικό αγώνα του καθενός μας στην καθημερινότητα.
Γράφει ο ίδιος: «Υπάρχει τάχα στην ανθρώπινη δικαιοσύνη το στοιχείο της αγάπης προς τον πεπτοκότα, που υπάρχει άφθονο στην δικαιοσύνη του Θεού;». Συμπληρώνει: «Δεν υπάρχει πιο πύρινη κόλαση από την αδυναμία του ανθρώπου να αγαπήσει τον διπλανό του». «Ο Χριστός συγχώρεσε τον ληστή, την πόρνη, συγχώρεσε τις κάθε λογής αδυναμίες. Κείνο που δεν συγχώρεσε ήταν η αμαρτία του Πνεύματος, η αλληλεγγύη προς το κακό, η ταυτότητα ανθρώπου και εωσφώρου».
«Εγώ είμαι τέκνο γνήσιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκπροσωπουμένης υπό των Επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμόδια να κρίνει είναι μόνο η Εκκλησία και μόνο το άπειρο έλεος του Θεού, που πρέπει να επικαλούμεθα».
Παπαδιαμαντικοί και μη
Όπως όλοι οι άξιοι και μεγάλοι άνθρωποι έχουν υποστηρικτές στο έργο τους, έχουν και αρνητές σκληρούς. Το ίδιο συνέβη και με τον Παπαδιαμάντη. Όμως, μετά τον θάνατό του, όλοι του έπλεξαν εγκώμιο, γιατί μόνο μετά το θάνατο εξαφανίζεται ο φθόνος και το μίσος. Ο Κ. Παλαμάς, ο Π. Νιρβάνας, ο Φ. Κόντογλου και ο Γρ. Ξενόπουλος γράφουν τα καλύτερα γι’ αυτόν. Ο νομπελίστας ποιητής Οδ. Ελύτης είχε πει: «Να μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Πολλοί έχουν ονομάσει τον Παπαδιαμάντη εθνικό μας συγγραφέα και τον έχουν παρομοιάσει με τον Ντοστογιέφσκι.
Η «επίγεια αναχώρησή» του και η τραγική ειρωνεία μιας Πολιτείας αργοπορημένης
Παραμονές του Αγίου Ανδρέα στην Σκιάθο, τον χτύπησε πόνος στην ωμοπλάτη και σε λίγες ημέρες λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, είπε στις αδελφές του Σοφία, Κυρατσούλα και Χαρίκλεια να μην κλαίνε. Τις είπε: «Τώρα που θα φύγω, έχω καλούς φίλους που με αγαπούν και θα με θυμούνται και τα βιβλία μου θα τυπώσουν και λεφτά θα σας δώσουν».
Χαρακτηριστικό της βαθιάς πίστης και ελπίδας του είναι το εξής περιστατικό. Με το που έρχεται ο γιατρός να τον εξετάσει, τον διώχνει λέγοντας του ότι πρώτα θα κάνει «τα χριστιανικά» και έπειτα θα ακολουθήσει τα ιατρικά. Έτσι και έγινε: «Τρεις φορές εκοινώνησε, τρεις του διαβάσανε την μεγάλη ευχή εν είδει εξομολογήσεως, του έψαλλαν αγιασμόν και ευχέλαιον» εξιστορούν οι αδελφές του. Στέλνει την μικρότερη στο εικονοστάσι να επικαλεσθεί τον Άγιο Ταξιάρχη για την υγεία του. Ο Αλέξανδρος, αυτός ο άνθρωπος, το «εικονοστάσι» των ανθρώπινων πόνων και της ευσπλαχνίας και της θείας αγάπης και έμπνευσης.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1911, λίγες ώρες πριν το «ταξίδι» του, ανακοινώνουν ότι η Πολιτεία τον τιμά με το Αργυρό Σταυρό. Έπειτα, εξομολογείται, κοινωνεί και «αναχωρεί». Την επόμενη μέρα, ο άνθρωπος που κατά την διάρκεια της βάπτισής από τον πάτερ Νικόλαο, εμφανίστηκε πάνω από την κολυμβήθρα του, το σημείο του Σταυρού δια του ελαίου και κατά την φράση του ιερέως ότι το παιδί αυτό θα γίνει μεγάλο και η προφητεία επαληθεύθηκε, αυτός ο άνθρωπος που έψαλλε στον Ναό του Αγίου Ελισαίου στην Πλάκα ως δεξιός ψάλτης (με αριστερό ψάλτη τον ξάδελφο του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και εφημέριο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά, αυτός λοιπόν ο μακάριος Αλέξανδρος αναχωρεί από την γη στον ουρανό.
Λεπτά αργότερα, πένθος παντού, μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού, ενώ γράφτηκαν τραγούδια στην μνήμη του. Όσο ζούσε δεν χάρηκε τυπωμένο κανένα του βιβλίο και αμέσως, μετά αρχίζουν και εκδίδονται.
Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στην Σκιάθο και επισκέπτονται το νησί τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και πλήθος κόσμου.
Ας μου επιτραπεί αγαπητοί μου αναγνώστες να χαιρετήσω και εγώ ως Χριστιανός Ορθόδοξος και ποιητής τον δικό μας, τον δικό μου κοσμοκαλόγερο που έζησε στη φωτεινή σκιά του Άθω με μια δική του και δική μου ποιητική στροφή.
«Και η χάρη σου εξαπλώθηκε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
ω Παναγιά μου, κόρη πάναγνη καλή.
Και ίσως να φθάση και ως εμένα και ν’ απλώσει
γαλήνη, στην ψυχή μου την αμαρτωλή»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Στην Παναγία την Κουνίστρα» – Αλ. Παπαδιαμάντης)
«Χαίρε Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη
Κοσμοκαλόγερε, στην σκιά του Άθω
που αντάμωσες μ’ ανυπόκριτο πνεύμα τ’ άνω
και στην θεία τέχνη έλαμψες διαμάντι»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Μια φορά και έναν καιρό» – Ιωάν. Μπουλασίκης – 2011, Λάρισα)
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Ιωάννης Μπουλασίκης, ποιητής