Η Υπαπαντή αποτελεί ένα σταθμό στην πορεία της ζωής του νέου Βρέφους και συμβαίνει σαράντα ημέρες μετά την Γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Υπαπαντή θα πει προϋπάντηση, (από το ρήμα υπαντώ = συναντώ, προϋπαντώ, υποδέχομαι (εξ ου και προ-υπαντώ). Αργότερα παραφθάρηκε σε υπαπαντώ, υπ>ό + απαντώ) και έχει σχέση με δυο περιστατικά, που βρίσκουν την εκπλήρωσή τους την μέρα αυτή.
Κάθε Εβραίος πατέρας είχε την υποχρέωση από τον Μωσαϊκό Νόμο να προβεί στον εξαγιασμό και αφιέρωση του πρωτοτόκου αρσενικού του παιδιού. Από το βιβλίο της Εξόδου (13, 1, 12-13) πληροφορούμαστε, ότι ο Θεός, μετά την θανάτωση των πρωτοτόκων παιδιών των Αιγυπτίων, διέταξε τους Εβραίους να αφιερώνουν σ’ Αυτόν, “παν άρσεων διανοίγον μετράν”.
Ο Νόμος ακόμη όριζε, ότι η γυναίκα που γεννούσε αρσενικό παιδί ήταν για επτά μέρες, μέχρι την περιτομή αυστηρά ακάθαρτη, και παρέμενε ακόμη ακάθαρτη, (όχι αυστηρά) για άλλες τριάντα τρεις ημέρες. Στο διάστημα αυτό δεν έπρεπε να πλησιάσει κάτι πού ήταν ιερό, αλλά ούτε και της ήταν επιτρεπτό να μπει στο χώρο του Ναού. Μετά την τεσσαρακοστή μέρα έπρεπε να προσέλθει στο Ναό και να προσφέρει “αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα καί νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου προς τον ιερέα” (Λευιτ. 12, 7-8).
Ο ιερέας μέσα από την πράξη της ιερουργίας προέβαινε σε εξιλεωτική θυσία για τον καθαρισμό της και την αφιέρωση του παιδιού της στο Θεό. Αυτή τη νομική υποχρέωση έπρεπε να εκπληρώσει και η Παναγία, που με τη συνοδεία του Ιωσήφ, έρχεται στα Ιεροσόλυμα κρατώντας στην αγκαλιά το Βρέφος της και μαζί τους νεοσσούς για την θυσία τού καθαρισμού. Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (2, 22-25).
Ο ίδιος Ευαγγελιστής παράλληλα διασώζει και ένα άλλο περιστατικό σχετικό με τον δίκαιο Συμεών, που κατά την στιγμή της εισόδου στον περίβολο τού Ναού “προϋπάντησε” την Παναγία και το Βρέφος. Στον Συμεών είχε αποκαλυφθεί από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν θα πέθαινε μέχρι να δουν τα μάτια του τον σαρκωθέντα Θεό. “Ήν αυτώ κεχρηματισμένον υπό τού Πνεύματος τού Αγίου μή ιδείν θάνατον πρίν ή ίδη τόν Χριστόν Κυρίου” (Λουκ. 2. 26).
Στην ηλικία των εκατόν δέκα χρόνων αξιώθηκε να κρατήσει στην γηραλέα του αγκαλιά το Βρέφος Ιησού και να ζητήσει μετά την “απόλυσή” του από την ζωή. Είναι αξιοσημείωτα τα όσα είπε δεχόμενος στην αγκαλιά του το Βρέφος: “νύν απολύεις τόν δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών, φώς εις αποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαού σου Ισραήλ”. Ο ευαγγελιστής ακόμη διασώζει και μια προφητική αποστροφή προς την Παναγία Μητέρα Του, “ιδού ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τώ Ισραήλ καί εις σημείον αντιλεγόμενον, καί σού δέ αυτής τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως άν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί” (Λουκ. 2, 32-35).
Ο δίκαιος Συμεών αξιώθηκε και να δει και να βαστάξει τον σαρκωθέντα Θεό. Αξιώθηκε μ’ ένα τρόπο θαυμαστό νά προσεγγίσει το μεγάλο μυστήριο τού Αιωνίου, που μπήκε στην διαδικασία τού χρόνου. Να πιάσει τον Αχώρητο, που χώρεσε στην παρθενική μήτρα, στην γέρικη αγκαλιά του. Ο Συμεών δυσπίστησε στην προφητεία, αν δηλαδή, μπορεί ένα τέτοιο παράτολμο σχέδιο, αυτό της σαρκώσεως τού Ασάρκου, να πραγματοποιηθεί. Και όμως, “όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις”, ο Λόγος του Θεού κινείται από άκρα αγαθότητα και αυτο-περιορίζεται στα όρια της κτιστότητός μας, χαρίζοντας την δυνατότητα υπέρβασης των συνεπειών της εκπτώσεως στην παρά φύση ζωή, στην επάνοδο στην κατά φύση, αλλά και την υπέρ φύση ζωή μας.
Στην προσπάθεια αυτή, σταυρική πορεία που πρέπει νά αναλάβει ο κάθε αδελφός τού Χριστού γίνεται ο Ίδιος “υπογραμμός καί τύπος”.
Του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Φιοράκη