To βυζαντινό μοναστήρι (σήμερα ενοριακός ναός) της Παναγίας στον Ορχομενό Βοιωτίας
Η Παναγία της Σκριπούς, το αρχαιότερο βυζαντινό μνημείο της Βοιωτίας και ένα από τα σπουδαιότερα της Ελλάδας, με την σημερινή περίπου μορφή της κτίστηκε το 873 μ.Χ. πιθανόν ως ταφικό μνημείο του Λέοντα, πρωτοσπαθάριου της ανακτορικής φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα. Σύμφωνα με ανασκαφή, βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο (εβδομήντα περίπου εκατοστά πιο κάτω από το δάπεδο του σημερινού ναού) το οποίο χρονολογήθηκε στο 480 μ.Χ. που αποδεικνύει πως κτίστηκε πάνω σε προγενέστερο παλαιοχριστιανικό ναό.
Ο Λέων για να χτίσει το ναό χρησιμοποίησε υλικά από τον παλαιοχριστιανικό ναό, αλλά και από τα άλλα προχριστιανικά μνημεία του Ορχομενού που υπάρχουν άφθονα στην ίδια περιοχή. Ο ναός είναι γνωστός με την ονομασία “Παναγία της Σκριπούς” ή “Παναγία η Σκριπού”.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από που προέρχεται η περίεργη ονομασία Σκριπού. Πιθανόν να προέρχεται από την λατινική scriptus – scripta που σημαίνει γραμμένος – γραμμένη, λόγω του μεγάλου πλήθους των επιγραφών που είναι εντοιχισμένες εσωτερικά και εξωτερικά στο ναό. Οι επιγραφές αυτές, είτε είναι βυζαντινές, είτε είναι προχριστιανικές, επάνω σε πέτρες χρησιμοποιήθηκαν σαν αγκωνάρια για την ανέγερση του ναού.
Η φήμη της εκκλησίας ήταν τόσο μεγάλη που, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σταμάτησε να χρησιμοποιείται το όνομα Ορχομενός και η γύρω περιοχή ονομάστηκε Σκριπού από το όνομα της εκκλησίας. Ενώ λοιπόν, όταν κτίστηκε η εκκλησία η περιοχή εξακολουθούσε να λέγεται Ορχομενός, στα υστεροβυζαντινά χρόνια και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν αναφερόταν πια το όνομα Ορχομενός, αλλά η περιοχή ήτανε γνωστή ως Σκριπού. Η ονομασία «Σκριπού» υποκαθιστά για πρώτη φορά την ονομασία «Ορχομενός» σε χάρτη της Βοιωτίας κατά την Φραγκοκρατία, ενώ εμφανίζεται και σε χρυσόβουλο λόγο του Κομνηνού Δούκα Αγγέλου το 1272.
Παλιό μοναστήρι
Η εκκλησία της Παναγίας για εκατοντάδες χρόνια ήταν καθολικό ανδρικού μοναστηριού, της Μονής Σκριπούς. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπως άλλωστε αποδεικνύει το τρισυπόστατο Ιερό Βήμα. Κατά τον 19ο αιώνα άρχισε να λειτουργεί ως ενοριακός ναός. Νοτιοδυτικά του ναού ήταν χτισμένα τα αρχικά κελλιά των μοναχών σε πέντε διαδοχικούς κεραμοσκεπείς χώρους. Ανατολικά από αυτά υπάρχουν τα νεότερα κελλιά τα οποία χρησιμοποιούνται και σήμερα για θρησκευτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Σώζεται ακόμη η εντυπωσιακή πύλη της μονής.
Κατά την Τουρκοκρατία ο Ορχομενός ουδέποτε υπέστη παιδομάζωμα, ούτε και μπόρεσαν ποτέ οι Τούρκοι να πάρουν κορίτσια για τα χαρέμια του Σουλτάνου και των πασάδων. Και τούτο γιατί οι ηγούμενοι της Παναγίας, είχαν μόνιμα δύο μοναχούς, οι οποίοι έβγαζαν σκοπιά 24 ώρες το 24ωρο. Ένας μοναχός βρισκόταν στο λόφο απέναντι από την Παναγία για να ελέγχει τον κάμπο προς τη Λιβαδειά, όπου ήτανε η έδρα του πασά και τον κάμπο προς την Καρυά, ένα μικρό κοντινό χωριό, όπου ήτανε η έδρα του αγά (μέσα στον Ορχομενό ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν οι Τούρκοι). Ο δεύτερος μοναχός έβγαζε σκοπιά στο παλιό καμπαναριό, πίσω από τα κελιά της Παναγίας. Ο πρώτος μοναχός όταν έβλεπε ύποπτες κινήσεις άναβε μία φωτιά. Ο δεύτερος μοναχός βλέποντας τον καπνό, χτυπούσε τις καμπάνες, οι μανάδες έπαιρναν τα παιδιά τους, τα έφερναν στην εκκλησία, και στον πρόναο της εκκλησίας υπήρχε μία καταπακτή. Η καταπακτή αυτή οδηγούσε σε μία σήραγγα, η οποία διέσχιζε όλο το προαύλιο και έφτανε απέναντι στο λόφο, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.
Από εκεί υπήρχε μία δεύτερη σήραγγα, η οποία οδηγούσε στην αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού. Οι μοναχοί έβαζαν τα παιδιά μέσα στη σήραγγα αυτή και έκλειναν την καταπακτή. Όταν κατέφθαναν Τούρκοι, έψαχναν για παιδιά, αλλά αυτά, είχαν ήδη οδηγηθεί ψηλά στο λόφο. Το μυστικό αυτό ουδέποτε προδόθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και οι Τούρκοι ποτέ δεν ανακάλυψαν την καταπακτή. Δυστυχώς όμως οι πατέρες του μοναστηριού πολλές φορές πλήρωσαν τη μανία των Τούρκων.
Αναφέρεται ότι ο μεγάλος φιλέλληνας λόρδος Βύρων, επισκέφθηκε τη Μονή Σκριπούς και εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ από τον τότε ηγούμενο. Πρόκειται για τον ηγούμενο Νικηφόρο, πολύ μορφωμένο άνθρωπο με ευρύτητα πνεύματος και μεγάλη ακτινοβολία, ο οποίος πρόσφερε πάρα πολλά στον αγώνα του επαναστατημένου γένους, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της μονής.
Στα χρόνια της επανάστασης ζούσαν στο μοναστήρι 60 μοναχοί (κατά τους περιηγητές Πουκεβίλ και Λικ). Επειδή οι μοναχοί βοηθούσαν τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, ο πασάς της Λιβαδειάς έκανε επιδρομή στο μοναστήρι, σκότωσε πολλούς μοναχούς και έβαλε φωτιά στο μοναστήρι και στην εκκλησία. Μάλιστα, φαίνεται ότι από την υπερβολική θερμοκρασία έπεσαν πολλοί σοβάδες στην εκκλησία και καταστράφηκαν οι περισσότερες τοιχογραφίες. Όσοι μοναχοί γλίτωσαν από το σπαθί των Τούρκων, εγκατέλειψαν την περιοχή και με τον ηγούμενο Νικηφόρο έφτασαν στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας στην περιοχή του Βαρθολομιού της Ηλείας, όπου εγκαταβίωσαν. Εκεί ο ηγούμενος της Σκριπούς Νικηφόρος ανέπτυξε πολύ μεγάλη δράση βοηθώντας τους οπλαρχηγούς του Μοριά. Μετά την απελευθέρωση ορισμένοι μοναχοί γύρισαν στο μοναστήρι, ενώ άλλοι, όπως και ο ηγούμενος Νικηφόρος αποφάσισαν να μείνουν στο Μοριά. Καθήκοντα ηγουμένου ανέλαβε ο Δαμασκηνός, ο οποίος επισκέφθηκε στην Ηλεία, τον πρώην ηγούμενο Νικηφόρο για να παραλάβει τα άγια λείψανα και τα κειμήλια της Μονής, τα οποία είχαν πάρει μαζί τους οι μοναχοί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το μοναστήρι έγινε μετόχι της Ιεράς Μονής του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς. Μετά την απαλλοτρίωση των κτημάτων η τοπική εκκλησιαστική αρχή, ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, αποφάσισε να παραχωρηθεί ο ναός της Παναγίας στους ενορίτες της κοινότητας Σκριπούς και έτσι η Παναγία έγινε ενοριακός ναός της Σκριπούς.
Τότε οι τελευταίοι μοναχοί αποχώρησαν από τον Ορχομενό για την μονή του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς, παίρνοντας μαζί τους όλα τα άγια λείψανα, τα ιερά κειμήλια και πολλές εικόνες, που σήμερα βρίσκονται στην μονή του Οσίου Σεραφείμ.
Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της εκκλησίας ως ενοριακού ναού και συγκεκριμένα το 1894 έγινε ένας μεγάλος σεισμός από τον οποίο η εκκλησία έπαθε πάρα πολλές ζημιές. Η γυναίκα του Ελευθέριου Βανιζέλου, Έλενα σε μια επίσκεψή της στην περιοχή πέρασε και από την Παναγία της Σκριπούς. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εγκαταλελειμμένη και τραυματισμένη από το σεισμό εκκλησία που μεσολάβησε στο σύζυγό της για να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές. Έτσι το 1926 η Παναγία κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Αξιοσημείωτο είναι οι τάφοι των κτητόρων, που βρέθηκαν στο δεξί τμήμα του πρόναου, αλλά το ακόμα συγκλονιστικότερο ήταν οι τάφοι των μοναχών που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους το 1821. Τους είχαν θάψει οι χριστιανοί ακριβώς έξω από το Άγιο Βήμα και κάτω από τον τρούλο σε ομαδικούς τάφους. Οι τάφοι σκεπάστηκαν και τα οστά παραμένουν στην αρχική τους θέση.
Η εκκλησία γιορτάζει πέντε φορές το χρόνο. Στις 16 Ιανουαρίου, γιορτή της προσκυνήσεως της Τιμίας Αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου, πανηγυρίζει το παρεκκλήσιο του Αποστόλου Πέτρου και γίνεται αγρυπνία.
Στις 29 Ιουνίου, που η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, πανηγυρίζει το παρεκκλήσιο του Αποστόλου Παύλου και γίνεται αγρυπνία. Στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γιορτάζει και πανηγυρίζει ο ναός της Παναγίας. Η πανήγυρη αυτή καθιερώθηκε από τότε που η Παναγία έγινε ενοριακός ναός.
Η 23η Αυγούστου, γιορτή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, «τα εννιάμερα της Παναγίας», όπως συνηθίζει να λέει ο λαός μας, είναι η παλαιά μοναστηριακή πανήγυρη και είναι μία από τις μεγαλύτερες πανηγύρεις σε όλο το νομό της Βοιωτίας. Σύμφωνα με παλιό μοναστηριακό έθιμο, στον εσπερινό της εορτής, στολίζεται μικρός επιτάφιος, όπου τοποθετείται το σώμα της Παναγίας, ψέλνοντας τα εγκώμια της Θεοτόκου, που αναφέρονται στην Κοίμηση και τη Μετάσταση της Παναγίας και γίνεται λιτάνευση του επιταφίου μέχρι την κεντρική πλατεία της ενορίας, όπου ευλογείται η Αρτοκλασία και ο Μητροπολίτης εκφωνεί το θείο κήρυγμα.
Η τελευταία γιορτή-πανήγυρη του ιερού ναού, που είναι και η επίσημη γιορτή και πανήγυρη, είναι η 10η Σεπτεμβρίου. Είναι η τοπική εορτή του Ορχομενού που οι κάτοικοι της Σκριπούς και Πετρομαγούλας σώθηκαν με τη θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 10 Σεπτεμβρίου 1943.
Το θαύμα της Παναγίας στον Ορχομενό
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και αποχώρησαν από το συνασπισμό του Άξονα. Ο ιταλικός στρατός μέσα στην πόλη της Λιβαδειάς ξεπερνούσε τους 2.000, γιατί εκεί ήταν η βάση ανεφοδιασμού των κατοχικών δυνάμεων και οι αποθήκες ήταν γεμάτες με πολεμικό υλικό. Η συνθηκολόγηση βρήκε διχασμένες τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Όσοι αξιωματικοί ήταν φασίστες επεδίωξαν την παράδοσή τους στους Γερμανούς, ενώ οι πολέμιοι του Χίτλερ, όχι μόνο δεν παραδόθηκαν, αλλά προσχώρησαν στις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, μαζί με τον οπλισμό τους.
Γερμανική δύναμη παρέμεινε στην πόλη της Λιβαδειάς για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Με την άρνηση των Ιταλών να παραδώσουν τον οπλισμό τους, η περιφερειακή οργάνωση του Ε.Α.Μ. Ορχομενού θεώρησε ότι μπορούσε να επωφεληθεί. Γι΄ αυτό παρακίνησε τους ντόπιους να κινηθούν προς το σιδηροδρομικό σταθμό της Λιβαδειάς, όπου υπήρχε ιταλική φρουρά, για να πάρουν τα όπλα των Ιταλών.
Οι Ορχομένιοι φτάνουν στο σταθμό και ζητούν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν τον οπλισμό τους, γιατί σε αντίθετη περίπτωση μεγάλη δύναμη ανταρτών που βρισκόταν στο Τζαμάλι θα τους κτυπήσει. Η Ιταλική φρουρά βρίσκεται σε αμηχανία και δεν ξέρει τι να κάνει. Αποφασίζουν να έλθουν σε επαφή με το Ιταλικό Στρατηγείο και από εκεί τους δίνουν εντολή να παραδοθούν στους Γερμανούς, στους οποίους θα δώσουν και τον οπλισμό τους. Οι Ορχομένιοι φεύγουν άπρακτοι και γυρνούν στον Ορχομενό.
Οι Γερμανοί στο άκουσμα του γεγονότος εξοργίζονται και έξαλλοι από το θυμό τους, αποφασίζουν να τιμωρήσουν παραδειγματικά τον Ορχομενό και τους κατοίκους του. Έτσι ο Γερμανικός στρατός κινείται προς τον Ορχομενό με τριπλή αποστολή:
-Να ενεργήσει αναγνωριστικά και να ελέγξει αν στην περιοχή υπάρχει τόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών, όση είχαν αναφέρει οι Ορχομένιοι στην Ιταλική φρουρά.
-Να τιμωρήσει σκληρά τους κατοίκους του Ορχομενού επειδή κάποιοι από αυτούς διανοήθηκαν και τόλμησαν να ζητήσουν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν τα όπλα τους.
-Να κάψει τη Σκριπού και την Πετρομαγούλα και να παραδώσει ολόκληρο τον Ορχομενό στην κόλαση της φωτιάς.
Οι Γερμανοί φθάνουν στον Ορχομενό τις βραδινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου. Ένα τμήμα του Γερμανικού στρατού παραμένει στον Ορχομενό και ετοιμάζει την καταστροφή του Ορχομενού, ενώ ένα άλλο τμήμα με τρία τανκς προχωρεί προς το Τζαμάλι έχοντας διπλή αποστολή:
-Να ενεργήσει αναγνωριστικά και να ελέγξει πόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών υπήρχε στην περιοχή.
-Να αναγκάσει όσους κατοίκους είχαν φύγει προς εκείνη την κατεύθυνση να γυρίσουν πίσω.
Τα τρία Γερμανικά τανκς και ο Γερμανικός στρατός προσπερνάνε την εκκλησία της Παναγίας και απομακρύνονται γύρω στα 550 μέτρα.
Ξαφνικά όμως, το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Δεν προχωρεί πια, ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Το δεύτερο τανκ δοκιμάζει να περάσει δίπλα στο πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα μικρό χαντάκι, μια «σούδα», όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής και ακινητοποιείται. Το τρίτο τανκ στρίβει λίγο και δοκιμάζει να περάσει μέσα από ένα χωράφι, αλλά και αυτό το περιμένει η ίδια τύχη. Τρία τανκς ακινητοποιημένα· δεν μπορούν να προχωρήσουν μπροστά, αλλά ούτε και κατορθώνουν να γυρίσουν πίσω. Μάταια αγωνίζονται οι Γερμανοί να τα μετακινήσουν.
Ξημερώνει η 10η Σεπτεμβρίου και ο επικεφαλής αξιωματικός Όφμαν, συνοδευόμενος από κάποιους στρατιώτες και μερικούς Ορχομένιους επιστρέφει πίσω στον Ορχομενό, αναζητώντας βοήθεια. Στην περιοχή του Ορχομενού ζούσε τότε ο Σέρβος Γιαννάτζης Δανιηλάτος, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα. Για τον Γιαννάτζη Δανιηλάτο λέγεται πως είχε έρθει στην περιοχή του Ορχομενού από τη Σερβία, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Σέρβους χωροφύλακες, μετά από κάποιο αδίκημα που είχε διαπράξει. Ωστόσο, οι πληροφορίες των ντόπιων μας ενημερώνουν πως επρόκειτο για έναν πάρα πολύ καλό άνθρωπο, ο οποίος βοηθούσε πολύ τους κατοίκους και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή, λειτουργούσε και ως διερμηνέας. Αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, αναζητεί ο Όφμαν, ώστε να μπορέσει να συνεννοηθεί και να ζητήσει βοήθεια. Αφού τον βρήκε, τον ρώτησε αν υπάρχει κάποιο τρακτέρ στην περιοχή για να τραβήξει τα τανκς. Πράγματι, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα και μοναδικό τρακτέρ στην περιοχή, το οποίο, μάλιστα, άνηκε στον Γεωργικό Συνεταιρισμό και το οποίο οδήγησε ένας άλλος κάτοικος του Ορχομενού, ο αείμνηστος Νικόλαος Γούλας. Αφού παρέλαβαν το τρακτέρ, επέστρεψαν στον τόπο που είχαν ακινητοποιηθεί τα τανκς. Με τη βοήθεια του τρακτέρ τα τανκς ξεκίνησαν αμέσως να κινούνται.
Ο Όφμαν μαζί με τους στρατιώτες του, το Γιαννάτζη και τους Ορχομένιους που βοήθησαν να μετακινηθούν τα τανκς, γυρίζοντας πίσω πορεύθηκαν προς την εκκλησία. Στο μεταξύ, στην εκκλησία έφτασαν και άλλοι Ορχομένιοι που έμαθαν τα γεγονότα.
Ειδοποιήθηκε ο εφημέριος της Παναγίας, ο αείμνηστος παπά-Σεραφείμ Παπαπαναγιώτου και μαζί του κατέφθασε και ο εφημέριος του Ευαγγελιστή Λουκά παπά-Μάρκος Αρμακόλας. Έφθασαν ακόμα στην εκκλησία ο Πρόεδρος της Σκριπούς Δημήτριος Γκικόπουλος και ο Πρόεδρος της Πετρομαγούλας Δημήτριος Βούτσας. Αφού μπήκαν όλοι στην εκκλησία, ο Όφμαν, προχωρώντας μπροστά από τους υπόλοιπους, κοίταζε δεξιά κι αριστερά τις εικόνες που ήτανε κρεμασμένες στους τοίχους και στο τέμπλο, δίνοντας την εντύπωση πως κάτι αναζητούσε. Φτάνοντας στο παρεκκλήσι του Αποστόλου Παύλου έδειξε την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στερεωμένη στο τέμπλο. Πρόκειται για μια ωραιότατη εικόνα Ρωσικής τεχνοτροπίας. Δείχνοντας την εικόνα αυτή της Παναγίας ο Όφμαν είπε:
“Αυτή η γυναίκα σας έσωσε, να την τιμάτε και να τη δοξάζετε”.
Αργότερα ο Όφμαν, μαζί με τους άλλους Γερμανούς ομολόγησε τι πραγματικά είχε συμβεί. Την ώρα που προχωρούσαν προς το Τζαμάλι, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και μια γυναικεία κραυγή πόνου και αγωνίας. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους, μέσα σε φωτεινή νεφέλη, μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με αυστηρό ύφος, έχοντας σηκωμένο το χέρι της σε απαγορευτική στάση και τότε ήταν που σταμάτησε το πρώτο τανκς. Η γυναίκα παρέμεινε σε αυτή τη στάση και τους εμπόδιζε να προχωρήσουν, μέχρι που ακινητο-ποιήθηκαν και τα τρία τανκς. Όταν λοιπόν αντίκρισε την εικόνα της Παναγίας, στο τέμπλο του παρεκκλησίου του Αποστόλου Παύλου, αναγνώρισε αυτή τη γυναίκα που τους σταμάτησε το προηγούμενο βράδυ, απλά σηκώνοντας το χέρι της.
Ο Όφμαν τότε είπε στους Ορχομένιους να μην φοβούνται τίποτα κι ότι, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, ο Ορχομενός θα είναι κάτω από την προστασία του. Και πραγματικά δόθηκε στον Όφμαν η ευκαιρία και κράτησε την υπόσχεσή του. Όταν λίγους μήνες μετά δημιουργήθηκε κάποιο επεισόδιο με τους αντάρτες, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλους τους άντρες κατοίκους στην πλατεία του Ευαγγελιστή Λουκά. Εκεί έγινε κάποια επιλογή και αυτούς που επέλεξαν τους οδήγησαν στα κρατητήρια της Λιβαδειάς. Ενώ επρόκειτο να γίνει και νέα επιλογή και οι άνδρες να μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επενέβη ο Όφμαν και οι Ορχομένιοι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Σε ένδειξη σεβασμού προς την Παναγία, ο Όφμαν πρόσφερε ορισμένα χρήματα στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Συγκεντρώθηκαν και άλλα χρήματα και με τα χρήματα αυτά, έγιναν δύο λάβαρα. Το ένα απεικόνιζε την Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ το δεύτερο αποτέλεσε την πρώτη απεικόνιση του θαύματος της Παναγίας. Στο λάβαρο αυτό, εικονίζεται η Παναγία με ύφος αυστηρό και με το δεξί της χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση, ενώ τα τανκς είναι ριγμένα μπροστά της εδώ κι εκεί. Στα πόδια της Παναγίας εικονίζονται γονατιστοί ένας άνδρας, μία γυναίκα και ένα παιδί, τους οποίους η Παναγία προστατεύει με το αριστερό της χέρι. Τα τρία αυτά πρόσωπα συμβολίζουν όλο το λαό του Ορχομενού, τον οποίο προστάτευσε και έσωσε η Παναγία.
Οι Ορχομένιοι για να ευχαριστήσουν τον Όφμαν και τους Γερμανούς στρατιώτες του, που όχι μόνο δεν τους πείραξαν, αλλά άφησαν και χρήματα στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης, τους έκαναν μεγάλο τραπέζι. Εκεί θυμούνται τον Όφμαν να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά μια στερεότυπη φράση:
“Να χρωστάτε χάρη στην Παναγία, γιατί σήμερα θα παθαίνατε μεγάλο κακό”.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, στην πρώτη ετήσια επέτειο του θαύματος γίνεται και η πρώτη ευχαριστήρια ακολουθία, πριν ακόμα αποχωρήσουν πλήρως οι Γερμανοί από τον Ελλαδικό χώρο. Όλος ο Ορχομενός είναι εκεί. Ο ίδιος ο Όφμαν με τους Γερμανούς του είναι παρόντες. Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη γιορτή και πανήγυρη της 10ης Σεπτεμβρίου και έτσι ξεκίνησε ο Γερμανός αξιωματικός Όφμαν να έρχεται μετά τον πόλεμο κάθε χρόνο στον Ορχομενό και να ΄ναι παρών στη μεγάλη γιορτή της Παναγίας.
Τηλ. επικοινωνίας: (0030) 2261032211
Πηγή κειμένου: Δήμος Ορχομενού orchomenos.gr