Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ (Εορτή 11 Σεπτεμβρίου)

Άγιος Ευφρόσυνος ο Μάγειρας

Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο όσιος Ευφρόσυνος (ο οποίος εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου) σε ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σε κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστάς του για την απαιδευσιά και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωση του Χριστού και τους υπηρετούσε στην διακονία του μαγειρείου.

Και καθώς πάντα ήταν κατακαπνισμένος από την ανθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, αλλά και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους που εύρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του. Αυτός όμως ο μακάριος με γενναιότητα καρδιάς υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος και άλλοτε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε εν τω κρυπτώ το στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων.

Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτον πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει. Ενώ διαλογιζόταν τίνος άραγε να είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα της μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου να απολαμβάνει τα άρρητα αγαθά. Έκπληκτος τον ερώτησε πώς βρέθηκε εκεί και αυτός ήταν ο τόπος που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν.

Ο Ευφρόσυνος του είπε: «Εγώ μεν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δεν ξεύρω γράμματα από σας ακούω αυτά που λέγει ο Απόστολος. Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπουμε ένα μέρος από αυτά που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν∙ διότι άνθρωπος που φορεί σάρκα δεν θα αντέξει να δει περισσότερα». Ο ιερεύς τον ερώτησε αν είχε έλθει και άλλη φορά· ο Ευφρόσυνος του απήντησε: «Με τη χάρη του Θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε αν είχε εξουσία να του τα δώσει. Ο Ευφρόσυνος, αφού έσκυψε η μηλιά, τα έκοψε αμέσως και του τα έβαλε στο ράσο.

Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από τι κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στο ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του. Πέφτοντας στα πόδια τον εκλιπαρούσε να του πει πού βρισκόταν εκείνη τη νύκτα. «Εκεί ήμουν, πάτερ», του απήντησε, «όπου με βρήκες». «Και τι μου έδωσες, δούλε του Θεού; Πες μου», ερώτησε πάλι ο ιερεύς. «Τρία μήλα ζήτησες και σου τα έδωσα», του αποκρίθηκε με ταπείνωση ο μάγειρας. Ο ιερεύς του έβαλε μετάνοια και πήγε στη θέση του.

Μετά την απόλυση έφερε από το κελί του τα τρία μήλα, τα έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν τη νύκτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τα κατατεμάχισαν και τα έβαλαν σε δίσκο. Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία του δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν από κάθε ασθένεια.

Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά τη διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πια.