Πολλές είναι οι θαυματουργές ιερές εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Κάθε Ιερά Μονή έχει τουλάχιστον μια εικόνα της Παναγίας, που αποτελεί καύχημα και προστασία της, όπως είναι η Παναγία Γλυκοφιλούσα της Μονής Φιλοθέου ή η Παναγία Γοργοϋπήκοος της Μονής Δοχειαρίου. Ωστόσο, στις συνειδήσεις κυρίως των Αγιορειτών και των προσκυνητών, δύο είναι οι θεομητορικές εικόνες που έχουν εξέχουσα και πρωτεύουσα θέση, η Παναγία του Άξιον Εστί στο Πρωτάτο των Καρυών (Πρωτεύουσα του Αγίου Όρους) και η Παναγία Πορταΐτισσα στην Ιερά Μονή Ιβήρων.
Εδώ και μια χιλιετία αποτελούν την προστασία και σκέπη των Αγιορειτών μοναχών, καθώς η πρόνοια του Θεού και η χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου ξεχώρισε αυτές τις δύο εικόνες από τα πρώτα χρόνια της μοναστικής πολιτείας στο Άγιον Όρος (10ος αιώνας). Ας δούμε πρώτα την εικόνα του Άξιον Εστί.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Η εικόνα βρίσκεται στο Ναό του Πρωτάτου, του παλαιότερου στο Άγιον Όρος. Ο Ναός του Πρωτάτου φέρει αυτό το όνομα από τον Άγιο Πρώτο, δηλαδή τον επικεφαλής όλων των μοναχών του Αγίου Όρους. Ο Ναός αυτός της Θεοτόκου είναι στις Καρυές, την Πρωτεύουσα του Άθω. Κτίσθηκε λίγο μετά το 843 μ.Χ, τον ανακαίνισε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (10 αι.) και το 13ο αιώνα τοιχογραφήθηκε από τον κορυφαίο αγιογράφο Εμμανουήλ Πανσέληνο.
Η εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» βρίσκεται ενθρονισμένη στο Ιερό του Ναού, επάνω στο ιερό σύνθρονο. Η ονομασία της οφείλεται στον ύμνο «Άξιον Εστί», το μεγαλυνάριο δηλαδή που ψάλλει η Εκκλησία μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία. Τον ύμνο αυτό έψαλε για πρώτη φορά ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Κοντά στο Πρωτάτο, στην τοποθεσία της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι μια βαθιά κοιλάδα με πολλά κελιά. Σ’ ένα απ’ τα κελιά αυτά κατοικούσε ένας ιερομόναχος με τον υποτακτικό του. Επειδή υπάρχει η συνήθεια να γίνεται κάθε Κυριακή αγρυπνία στο Πρωτάτο, κάποιο Σάββατο βράδυ ο Γέροντας, έφυγε για την αγρυπνία λέγοντας στο μαθητή του να μείνει και να κάνει την Ακολουθία στο κελλί.
Μόλις έπεσε η νύχτα, κάποιος κτύπησε την πόρτα. Ήταν ένας άγνωστος μοναχός, που ζήτησε να περάσει τη νύκτα στο κελλί. Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν να ψάλλουν την ακολουθία μαζί. Όταν έφτασαν στον ύμνο: «Την Τιμιωτέραν…», ο υποτακτικός του Γέροντα έψαλε μόνο «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ…» ως το τέλος, ενώ ο άγνωστος μοναχός άρχισε τον ύμνο με τα εξής λόγια: «Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών». Και μετά συνέχισε τον υπόλοιπο ύμνο.
Ο νεαρός υποτακτικός απόρησε και είπε στον ξένο: «Ποτέ δεν ακούσαμε αυτά τα λόγια, ούτε εμείς, ούτε και οι πριν από μας Γέροντες». Τον παρακάλεσε μάλιστα να του γράψει τον ύμνο για να τον ψάλλει κι αυτός. Επειδή λοιπόν δεν υπήρχε χαρτί και μολύβι, ο ξένος έγραψε τον ύμνο σε μια πλάκα με το δάκτυλό του και τα γράμματα χαράχτηκαν θαυματουργικά σαν να κινούσε το δάκτυλό του πάνω σε πηλό. «Από τώρα και στο εξής έτσι θα ψάλλετε τον ύμνο όλοι οι Ορθόδοξοι» είπε και έγινε άφαντος. Ο ξένος αυτός ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Τον είχε στείλει ο Θεός ν’ αποκαλύψει τον αγγελικό ύμνο, για να ψάλλεται μ’ έναν τρόπο που να ταιριάζει καλύτερα στη Μητέρα του Θεού.
Όταν ο Γέροντας έμαθε γυρίζοντας στο κελλί το θαυμαστό αυτό γεγονός, ενημέρωσε τον πρώτο του Αγίου Όρους και την Κοινή Σύναξη, δείχνοντας την πλάκα με τα χαραγμένα λόγια του ύμνου. Αφού εδόξασαν όλοι το Θεό και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο, έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Βασιλέα με όλη τη διήγηση του θαύματος γραπτώς.
Από τότε ο αγγελικός αυτός ύμνος έγινε γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Η εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στο Ναό του κελλίου, όπου έγινε το θαύμα μεταφέρθηκε στο ναό του Πρωτάτου. Το κελλί εκείνο, όπου ο Αρχάγγελος δίδαξε τον ύμνο, ονομάζεται μέχρι και σήμερα «Άξιον Εστί» και η βαθειά κοιλάδα όπου βρίσκεται, λέγεται από τότε «Άδειν», διότι εκεί εψάλη για πρώτη φορά ο ύμνος.
Το θαύμα αυτό έγινε στις 11 Ιουνίου του 980 ή 982 μ.Χ. Από τα τέλη του 10ου αιώνα, ο ύμνος πέρασε σε λειτουργική χρήση και ψάλλεται στη Θεία Λειτουργία μετά την εκφώνηση «Εξαιρέτως της Παναγίας…» στον ίδιο ήχο με το Χερουβικό. Πλήρη Ακολουθία για την εικόνα «Άξιον εστί» έγραψε το 1838 ο λόγιος ιεροδιάκονος του Ρωσικού Κοινοβίου Βενέδικτος. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα όπως είπαμε, γίνεται στο Ναό του Πρωτάτου πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ακολουθεί μεγαλοπρεπής λιτανεία της θαυματουργής εικόνας. Κατά τη λιτανεία έχουν γίνει πάρα πολλά θαύματα.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ
Την περίοδο της εικονομαχίας, πολλές άγιες εικόνες ρίχτηκαν στη θάλασσα για να προστατευθούν από τους εικονομάχους. Η πρόνοια του Θεού όμως τις οδήγησε σε μέρη, όπου προστατεύθηκαν και λατρεύτηκαν. Μία ευσεβής γυναίκα στη Νίκαια, προτίμησε να πετάξει την σημερινή εικόνα της Πορταΐτισσας στην θάλασσα, παρά να την καταστρέψουν οι εικονομάχοι. Έκλαιγε και θρηνούσε δια την απώλεια της αγαπημένης της εικόνας, αλλά η Υπεραγία Θεοτόκος την παρηγόρησε στον ύπνο της λέγοντάς της, ότι την εικόνα της θα την στείλει σ’ ένα τόπο, όπου θα την προσκυνούν εις τους αιώνες πολλές φυλές και γλώσσες.
Μετά από αρκετά χρόνια, το 1004 μ.Χ. η εικόνα εμφανίστηκε μέσα στην θάλασσα μπροστά στη Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος, να στέκεται όρθια πάνω στα νερά. Οι μοναχοί θαύμασαν το γεγονός και προσπαθούσαν να βγάλουν την εικόνα από την θάλασσα αλλά μία αόρατος δύναμη τους εμπόδιζε.
Λίγο πιο ψηλά από την Μονή ασκήτευε ένας μοναχός με το όνομα Γαβριήλ. Σ’ αυτόν παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε τα εξής: “Θέλω εσύ να έρθεις να παραλάβεις την εικόνα μου από την θάλασσα, διότι εσένα βρίσκω άξιο για να την μεταφέρεις στην Μονή “. Ο ασκητής υπάκουσε και κατέβηκε να παραλάβει την εικόνα. Όταν μπήκε στην θάλασσα όμως, προς έκπληξη όλων, δεν βούλιαζε αλλά περπατούσε επάνω στα νερά, μέχρι που έβγαλε την εικόνα στην ξηρά. Στο σημείο που ακούμπησε η εικόνα μόλις βγήκε από την θάλασσα, ανέβλυσε αγίασμα, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο ασκητής Γαβριήλ μαζί με τον ηγούμενο και τους μοναχούς, μετέφεραν την εικόνα στο καθολικό της Μονής και την εγκατέστησαν σε περίοπτη θέση. Την επόμενη ημέρα όμως δεν την βρήκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά πάνω από την πύλη. Αυτό έγινε πολλές φορές ακόμη και οι μοναχοί κατάλαβαν ότι η Παναγία θέλει να μείνει πλησίον της πύλης. Μάλιστα εμφανίστηκε και στον ηγούμενο και του είπε τα εξής: “Εγώ ήρθα εδώ για να σας φυλάω κι όχι να με φυλάτε”. Μετά κι απ’ αυτό, έχτισαν ωραίο παρεκκλήσιο δίπλα στην πύλη – πόρτα της Μονής και η εικόνα εγκαταστάθηκε εκεί, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα, φρουρός, ιατρός και προστάτης όλων των μοναζόντων στο αγιώνυμο Όρος. Εκεί οφείλεται και το όνομα της εικόνος.
Η παράδοση στο Άγιο Όρος λέει, ότι αν φύγει η εικόνα της Πορταϊτισσας, πρέπει να φύγουν και οι μοναχοί από το Άγιο Όρος. Σύμφωνα με τον Άγιο Νείλο τον Μυροβλύτη και Αγιορείτη, όταν πληθύνει η ανομία, θα αναχωρήσει εκ του Αγίου Όρους.
Είναι χαρακτηριστικό το σημάδι στο σαγόνι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ένας βάρβαρος πειρατής χτύπησε την ιερά εικόνα στο σημείο αυτό, από όπου έτρεξε αίμα. Μετά το γεγονός αυτό ο βάρβαρος μεταμεληθείς, έγινε μοναχός και πιστός υπηρέτης της Παναγίας στη Μονή. Μάλιστα, παρά το μοναχικό όνομα που του δόθηκε, προτίμησε από ταπείνωση το όνομα Βάρβαρος. Ο συγκεκριμένος μοναχός έφθασε σε ύψη αρετής και η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα τον Άγιο Βάρβαρο τον Ιβηρίτη στις 13 Μαΐου.
Το 1651 οι 365 Ιβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οικονομική στενότητα, γι’ αυτό ανέθεσαν στη Θεοτόκο να μεριμνήσει για τη συντήρηση τους. Αμέσως η φιλόστοργη Μητέρα έτρεξε για εξεύρεση πόρων με το ακόλουθο χαριτωμένο θαύμα. Εκείνη την περίοδο ήταν βαριά άρρωστη η κόρη του τσάρου της Ρωσίας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τα πόδια της ήταν παράλυτα και για τους γιατρούς αθεράπευτα. Τη θλίψη της πριγκίπισσας και των Βασιλέων γονέων της έρχεται τώρα να μεταβάλει σε χαρά η θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μια νύχτα στον ύπνο της, κι αφού της έδωσε θάρρος, υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει, λέγοντας τη:
– Να πεις στον πατέρα σου να φέρει από τη μονή των Ιβήρων την εικόνα μου την Πορταΐτισσα.
Το πρωί η άρρωστη διαβίβασε την εντολή κι αμέσως ξεκίνησε έκτακτη αποστολή, για να μεταφέρει στους Ιβηρίτες μοναχούς την επιθυμία του τσάρου. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως η εικόνα δεν επιστραφεί, και αποφάσισαν να στείλουν ένα πιστό αντίγραφο με τιμητική συνοδεία τεσσάρων ιερομόναχων.
Μόλις μαθεύτηκε ο ερχομός της σεπτής εικόνας στη Μόσχα, η πόλη άδειασε. Όλοι, βασιλείς και λαός, έτρεξαν να την προϋπαντήσουν. Στ’ ανάκτορα όμως η πριγκίπισσα κειτόταν στο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τη μητέρα της και τότε πληροφορήθηκε το μεγάλο γεγονός.
– Τί; φώναξε. Έρχεται ή Παναγία, κι έμενα με άφησαν εδώ;
Πηδά αμέσως από το κρεβάτι, ντύνεται και τρέχει να υποδεχθεί κι εκείνη την Παναγία. Ο κόσμος είδε την παράλυτη πριγκίπισσα να τρέχει και τα έχασε. Η συγκίνηση κορυφώθηκε, όταν από την άλλη μεριά έφθασε η αγία εικόνα κι έγινε η τελετή της υποδοχής και της προσκυνήσεως.
– Μεγαλειότατε, είπαν οι απεσταλμένοι, προσφέρουμε τη σεπτή αυτή εικόνα σαν δώρο στο ευσεβές ρωσικό έθνος.
– Σας ευχαριστώ, είπε συγκινημένος ο τσάρος. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου σας παραχωρώ μία από τις καλύτερες μονές της πρωτεύουσας, τον Άγιο Νικόλαο.
Το μετόχι αυτό παρέμεινε στην κυριότητα της μονής Ιβήρων μέχρι το 1932 και της εξασφάλιζε τόσα έσοδα, ώστε κάλυπτε όλες σχεδόν τις υλικές της ανάγκες. Από τότε, η σχέση του ρωσικού λαού με την Παναγία Πορταΐτισσα είναι πολύ έντονη, γεγονός που είναι ιδιαίτερα φανερό στις μέρες μας.
Οι δύο αυτές εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου εορτάζονται ιδιαίτερα την αναστάσιμη εβδομάδα της Διακαινησίμου, απ’ όπου και οι φωτογραφίες. Η Παναγία του Άξιον Εστί λιτανεύεται στις Καρυές την Δευτέρα του Πάσχα, ενώ η Παναγία Πορταΐτισσα την Τρίτη του Πάσχα.
Οι αγίες εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι το στήριγμά μας, καθώς και η πνευματική μας παρακαταθήκη. Όταν συνειδητοποιήσουμε σήμερα την ανάγκη να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μας με την κληρονομιά της Ορθοδοξίας, θα μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο ως λαός.
Χ.Π.