Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Ἀμαλίας Κ. Ἠλιάδη  (φιλολόγου – ἱστορικοῦ)

Ὅπως ὑποδεικνύουν τά δεδομένα πού ἔχουμε, ἡ κοινωνική πρόνοια στό πρώιμο Βυζάντιο ἦταν, σέ σχέση μέ τόν προηγούμενο ἑλληνορωμαϊκό πολιτισμό, πιό ἐκτεταμένη, ἀλλά καί διαφορετική ὡς πρός τήν ἔννοια καί τήν ὀργάνωση. Γινόταν ὄχι μόνο ἰδιωτικά ἀλλά καί σέ ὀργανωμένα ἱδρύματα καί περιλάμβανε τήν ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας ὄχι μόνο πρός ἰσότιμους συμπολίτες πού βρίσκονταν σέ ἀνάγκη, ἀλλά ἐπίσης πρός τίς κατώτερες, μή προνομιοῦχες κοινωνικές ὁμάδες, ἀνεξαρτήτως φύλου, φυλῆς ἤ «ἐθνικότητας», ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θεωροῦνταν «ἀδελφοί».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὄχι μόνο μοίρασε ὅλη τήν προσωπική του περιουσία στούς φτωχούς τῆς Ἀντιόχειας, ἀλλά καί κήρυσσε παντοῦ τό ἐνδιαφέρον γιά τούς «ἀδελφούς φτωχούς» μέ ἀποτέλεσμα μία σχετική ἐξισορρόπηση στήν κοινωνική θέση φτωχῶν, δούλων καί ἄλλων μή προνομιούχων πολιτῶν.

Τήν Ἐκκλησία ἀκολουθοῦσε στή φιλανθρωπική της δράση καί τό Κράτος. Ὅλοι σχεδόν οἱ αὐτοκράτορες καί οἱ αὐτοκράτειρες τῆς πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου ἔλαβαν μέτρα -προσωπικά καί νομοθετικά- καί, σέ συνεργασία μέ πλούσιους πολίτες-εὐεργέτες, ἔφτιαξαν συγκεκριμένη ὑλική ὑποδομή γιά τήν ἐφαρμογή ἑνός προγράμματος εὐρείας κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἡ ὑποδομή αὐτή περιλάμβανε ἕνα φάσμα φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων (βρεφοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, πτωχοκομεῖα, ἀναμορφωτήρια κ.ἄ.), διάσπαρτα σέ πολλές πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας, ἐκ τῶν ὁποίων ἀρκετά μας εἶναι σήμερα γνωστά ἀπό τίς πηγές.

Ἡ βυζαντινή κοινωνία ἦταν μία πατριαρχική κοινωνία καί μάλιστα ἀρκετά συντηρητική ὥστε νά ἔχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους γιά τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες, τόσο στήν ἰδιωτική ὅσο καί στή δημόσια ζωή. Οἱ θεσμοί αὐτοί ἦταν δεσμευτικοί, ὄχι ὅμως μέ ἀπόλυτο τρόπο, ἀφοῦ πολλές φορές ἡ πραγματικότητα πού μᾶς παραδίδουν τά κείμενα εἶναι κάπως διαφορετική. Ἡ πατριαρχία ἦταν στήν πράξη λιγότερο ἀσφυκτική, μέσα ἀπό τήν ὑπαρκτή διέξοδο τῆς βυζαντινῆς γυναίκας νά μήν ἀφοσιωθεῖ σέ μία οἰκογένεια καί ἕναν σύζυγο, ἀλλά νά ζήσει σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι ἀφιερώνοντας τή ζωή της στόν Θεό.

Ὁ ἀποκλεισμός τῶν γυναικῶν ἀπό τή δημόσια ζωή μποροῦσε νά σπάσει σέ κάποιες περιπτώσεις, ὅπου αὐτές ἦταν ἀναγκασμένες ἀπό τά πράγματα νά ἐνισχύσουν οἰκονομικά τά σπίτιά τους, εἴτε στίς ἀγροτικές κοινότητες εἴτε στίς πόλεις, ἀσκώντας ἕνα βιοποριστικό ἐπάγγελμα. Καί βέβαια δέν ἦταν λίγες οἱ ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινῶν γυναικῶν πού ἔπαιζαν καθοριστικό ρόλο στήν πολιτική καί κοινωνική ζωή τῆς δικῆς τους ἐποχῆς ἀλλά καί στό μέλλον τοῦ Βυζαντίου, εἴτε ἦταν ἁπλές γυναῖκες τοῦ λαοῦ, ὅπως ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, εἴτε ἦταν ἐξέχουσες ἐκπρόσωποι τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς ἤ τῆς ἀριστοκρατίας, ὅπως ἡ αὐτοκράτειρα Ἑλένη, ἡ Ἰουλιανή Ἀνικία, ἡ Γάλλα Πλακιδία καί ἄλλες.

Στή δημόσια ζωή τοῦ πρώιμου βυζαντινοῦ κράτους κυριαρχοῦσε ἡ ἀνδρική παρουσία καί δραστηριότητα τόσο θεσμικά ὅσο καί στήν πράξη. Στό βασικότερο ἐφόδιο τῶν παιδιῶν γιά τό μέλλον τους, τή μόρφωση, εἶχαν δικαίωμα μόνο τά ἀγόρια. Ἄν καί ἀγόρια καί κορίτσια μάθαιναν τά πρῶτα γράμματα ἀπό τή μητέρα τους, στό σπίτι, μετά μόνο τά ἀγόρια μποροῦσαν νά φοιτήσουν στά σχολεῖα, μέ σπανιότατες ἐξαιρέσεις στόν κανόνα αὐτό. Ἄνδρες εἶναι αὐτοί πού παραδίδονται ὡς πρωταγωνιστές σέ ὅλες τίς πλευρές τῆς δημόσιας ζωῆς (οἰκονομική, πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική).

Στήν πράξη, βέβαια, ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν διαφορετική, χωρίς βέβαια νά εἶναι ποτέ ἰσότιμη μέ τοῦ ἄνδρα. Πολλές γυναῖκες βγῆκαν στή δημόσια ζωή καί σταδιοδρόμησαν ἐπαγγελματικά. Σέ κείμενα τοῦ 4ου αἰώνα καί μεταγενέστερα παραδίδονται μαρτυρίες γιά γυναῖκες πού πέρα ἀπό τήν κατασκευή τῶν βυζαντινῶν ὑφασμάτων (πού θεωροῦνταν οἰκιακή ἐργασία) ἀσκοῦσαν γιά βιοπορισμό τό ἐπάγγελμα τῆς ἰατροῦ, τῆς ἰατρομαίας, τῆς μαίας, τῆς καλλιγράφισσας ἤ καί τῆς ναυκλήρισσας. Τίς μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχῆς στήν οἰκονομική ζωή εἶχαν οἱ χῆρες πού, ἄν δέν ξαναπαντρεύονταν, διατηροῦσαν τό δικαίωμα τῆς κυριότητας καί διαχείρισης τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας. Πολλές γυναῖκες ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς ἐπιδίδονταν ἐπίσης σέ ἔργα εὐποιίας, ὅπως ἡ ἵδρυση γηροκομείων, οἱ δωρεές γιά τήν ἀνέγερση ναῶν καί ἡ ἐθελοντική ἐργασία στά νοσοκομεῖα τῆς ἐποχῆς. Καί βέβαια δέν πρέπει νά ξεχάσουμε τίς ξεχωριστές προσωπικότητες γυναικῶν πού διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στήν ἐξέλιξη τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως οἱ αὐτοκράτειρες Ἑλένη καί Θεοδώρα.

Ἡ ἡλικία γάμου γιά τούς Βυζαντινούς ἦταν τά 15 μέ 25 περίπου χρόνια γιά τά ἀγόρια καί τά 13 ἕως 16 γιά τά κορίτσια. Στήν ὅλη διαδικασία τοῦ γάμου ἀποφασιστικό ρόλο ἔπαιζε ἡ συναίνεση τῶν δυό συζύγων καί ἀπαιτοῦνταν ἡ προσωπική ὑπευθυνότητα τοῦ καθενός. Ὡστόσο, ὁ γάμος δέν ἀποκτοῦσε πλήρη ὑπόσταση καί ἰσχύ πρίν ἀποδειχθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς νύφης νά συμπληρώσει τόν ἀναπαραγωγικό σκοπό τῆς οἰκογένειας, πρίν γεννήσει δηλαδή ἕνα παιδί. Τήν τελευταία αὐτή ρύθμιση ὑπαγόρευε τό παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Καί οἱ δυό σύζυγοι εἶχαν τό δικαίωμα νά ζητήσουν διαζύγιο. Οἱ γυναῖκες σέ περίπτωση μοιχείας ἤ παρανομίας ἤ διάπραξης ἐνέργειας πού στρεφόταν ἐναντίον της ἐνῷ οἱ ἄνδρες μποροῦσαν νά ἀσκήσουν τό ἴδιο δικαίωμα καί σέ ἐνδεχόμενη περίπτωση ἀνυπακοῆς ἤ ἀνάρμοστης συμπεριφορᾶς τῆς συζύγου.

Μέσα στήν οἰκογένεια, τό βασικό κύτταρο τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, οἱ σύζυγοι, σύμφωνα μέ τή χριστιανική διδασκαλία ὄφειλαν νά ἐπιδεικνύουν ἀρετή καί πίστη.

Ὅσο γιά τά παιδιά, τά ἀγόρια ἦταν πιό καλοδεχούμενα γενικά ἀπό τά κορίτσια, ἀφοῦ τά τελευταῖα σήμαιναν γιά τούς γονεῖς τή μελλοντική ὑποχρέωση προικοδότησης πού ἦταν ἰδιαίτερα βαριά γιά οἰκογένειες μέ χαμηλό εἰσόδημα καί μικρή ἤ ἀνύπαρκτη περιουσία. Ὡστόσο, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά κορίτσια ἀντιμετωπίζονταν ἀρνητικά, ἀφοῦ συμμετεῖχαν στίς διάφορες οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις ἐξισορροπώντας ἔτσι τά ἀρνητικά ἐπακόλουθά τῆς γέννησής τους.

Ἡ περίπτωση ἑνός ἁγίου: Άγιος Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις

Ὁ ἅγιος μάρτυς Νικόλαος, καταγόμενος ἀπό τήν Ἀνατολή, ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 9ου καί τίς ἀρχές τοῦ 10ου μ. Χ. αἰῶνος. Διακρινόμενος παιδιόθεν γιά τήν μεγάλη εὐσέβειά του, κατετάγη στόν στρατό καί, λόγῳ τῆς σπουδαίας φήμης γιά τήν ἀνδρεία του, σύντομα διορίστηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τόν Σοφό (886-912) διοικητής ἀποσπάσματος χιλίων ἀνδρῶν, πού ἀπεστάλη στή Θεσσαλία γιά τήν φρούρηση τῆς Λάρισας. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 901, οἱ Ἄραβες, οἱ ὁποῖοι τρομοκρατοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη τίς παράκτιες ἐπαρχίες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, κατέλαβαν τήν πόλη τῆς Δημητριάδος (τοῦ σημερινοῦ Βόλου) καί προχώρησαν πρός τό ἐσωτερικό της Θεσσαλίας, ἐν μέσῳ λεηλασιῶν καί ἀφανισμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου τῆς ἐπαρχίας.

Ὁ Νικόλαος, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι δέν ἦταν σέ θέση νά ἀντισταθεῖ, ἀφενός ἔδωσε ἐντολή νά ἐκκενωθεῖ ἡ πόλη τῆς Λάρισας, ἀφετέρου κατέφυγε, μέ τήν συνοδεία μερικῶν ἀνδρῶν, σέ σκήτη ἀσκητῶν, πού ἐγκαταβίωσαν στά ὄρη κοντά στόν Τύρναβο (16 χλμ.Β.Δ τῆς Λάρισας), ἀνακαλύπτοντας ἐκεῖ, διά τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας, τήν πραγματική εἰρήνη. Μάλιστα, κατά τή διάρκεια νυκτερινῆς προσευχῆς τοῦ Νικολάου καί τῶν συνασκητῶν του, ἐμφανίσθηκε ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τούς ἀνήγγειλε ὅτι ἔπρεπε νά ἑτοιμασθοῦν γιά νά λάβουν σύντομα τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, οἱ ἐπιδρομεῖς ἐπιτέθηκαν στήν ὀρεινή σκήτη. Οἱ χριστιανοί στρατιῶτες, ἐμψυχωμένοι ἀπό τά φλογερά λόγια τοῦ Νικολάου καί τήν ἀγάπη τους γιά τόν Θεό, ἀρχικά ἐπικράτησαν στή μάχη μέ τούς ἐπιδρομεῖς, ὡστόσο στή συνέχεια περικυκλώθηκαν. Ἀφοῦ ὑπεβλήθησαν σέ φρικτά βασανιστήρια, γιά νά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τους, χωρίς ἀποτέλεσμα, ὡστόσο γιά τούς βασανιστές τους, ἐν τέλει ὑπέκυψαν στά μαρτύριά τους, λαμβάνοντας ἔτσι τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἦσαν δέ ἄνδρες δεκατρεῖς (Ἀρδόμιος ἤ Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Ἰωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ἀκίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Παῦλος, Χριστόφορος, Παντολέων, Εὐόδιος καί Αἰμιλιανός) καί γυναῖκες δυό (Εἰρήνη καί Πελαγία).

Ὁ μόνος πού κατόρθωσε νά διαφύγει ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στό φαράγγι Βούνεση (σήμερα Βούνενα του νομού Λάρισας), πλησίον τῆς πόλεως τῆς Καρδίτσας, ὅπου, ζώντας γιά μικρό χρονικό διάστημα σέ σπήλαιο στή ριζά μιᾶς μεγάλης βελανιδιᾶς καί νικώντας τά πάθη καί τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, διέλαμψε ἐνώπιόν του Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων του μέ τή λαμπρότητα τῶν ἀρετῶν του. Ἐκεῖ ἀνακαλύφθηκε ἐν τέλει καί συνελήφθη ἀπό τούς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν παύσει νά τόν ἀναζητοῦν. Παρά τά βασανιστήρια, στά ὁποῖα ὑπεβλήθη γιά νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Θεό, ὁ Νικόλαος ἀποκρίθηκε ὅτι θά παρέμενε πιστός μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά δεχθεῖ χλεύη καί λοιδορίες ἀπό τούς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι στό τέλος τόν διεπέρασαν μέ τήν ἴδια τη λόγχη του.

Τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου παρέμεινε γιά πάνω ἀπό 80 ἔτη κρυμμένο στήν κουφάλα τῆς βελανιδιᾶς, θαυματουργικά ἄθικτο ἀπό τή φθορά καί τά ἀγρίμια καί ἀνακαλύφθηκε, τελικά, περί τό 985, κατόπιν ὁράματος, ἀπό τόν πάσχοντα ἀπό ἀνίατη λέπρα δούκα τῆς Θεσσαλονίκης, Εὐφημιανό.

Κατά τόν Συναξαριστή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τούς ἐπιμέρους βίους τῶν ἁγίων τοῦ Συμεών τοῦ Μεταφραστῆ, ὁλόκληρη ἡ κοινωνική κλίμακα ἁγιάζεται ἐκπροσωπούμενη ἀπό ἐξαιρετικές περιπτώσεις ἀνθρώπων-ἁγίων: Πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλεῖς, αὐτοκράτειρες, βασιλομήτορες, ἀρχόντισσες, φτωχοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν κοινωνική τους θέση ἔχουν τή δυνατότητα νά ἁγιάσουν, ἀνάλογα μέ τό ὕψος τῆς ἀρετῆς στό ὁποῖον ἔχουν φτάσει.

Ἐπίσης τήν ἴδια δυνατότητα ἁγιασμοῦ, σέ σχέση μέ τά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα ἔχουν, ἄνδρες καί γυναῖκες, τῶν κατωτέρων λαϊκῶν τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες, σκυτοτόμοι, ὅλοι, παντρεμένοι καί ἀνύμφευτοι, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, μποροῦν νά μετέχουν τῆς ἁγιότητας: «Δυνατόν καί σφόδρα δυνατόν, καί γυναίκας ἔχοντας τήν ἀρετήν μετιέναι, ἐάν θέλωμεν. Πῶς; Ἐάν ἔχοντες γυναίκα ὡς μή ἔχοντες ὦμεν. Ἐάν μή χαίρωμεν ἐπί κτήσεσιν. Ἐάν τῷ κόσμῳ χρώμεθα, ὡς μή καταχρώμενοι. Οἱ δέ τίνες ἐνεποδίσθησαν ἀπό γάμου ἰδέτωσαν, ὅτι οὔχ ὁ γάμος ἐμπόδιον, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις ἡ κακῶς χρησαμένη τῷ γάμῳ. Ἐπεῖ οὐδέ ὁ οἶνος ποιεῖ τήν μέθην, ἀλλ’ ἡ κακή προαίρεσις, καί τό πέραν τοῦ μέτρου χρῆσθαι. Μετά συμμετρίας τῷ γαμῷ χρῶ, καί πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔση, καί πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν».

Μέ τόν τρόπο αὐτό, οἱ ποικίλες κοινωνικές ἀνισότητες, ὁ ἀποκλεισμός, οἱ κοινωνικές ταραχές καί ἡ δυνατότητα τῆς Κοινωνικῆς πρόνοιας-Φιλανθρωπίας στή Βυζαντινή Πολιτεία νά ἄρει τά ἀνθρώπινα, κοινωνικά δεινά προσβλέπουν στό ἰδανικό ἑνός κόσμου πού περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἔννοια τῆς ἁγιότητας καί διαχέεται ἀενάως στό ὑλικό καί πνευματικό πεδίο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Πηγή:  enromiosini.gr/    – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010