ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΠΛΗΡΗΣ ΑΡΕΤΩΝ

Ιερομόναχος π. Σεραφείμ Δημόπουλος (1937-2008), Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης

Ο Γέροντας Σεραφείμ είχε χάσει τα δόντια του και με δυσκολία μασούσε την τροφή. Συνήθως έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί με τσάι ή καφέ και ταχίνι, το οποίο συνιστούσε να τρώνε και τα πνευματικά του τέκνα. Αγόραζε ζυμαρικά, λαχανικά και φρούτα. Σπάνια μαγείρευε λάχανα, όσπρια ή ζυμαρικά, όχι για να νοστιμίσουν, αλλά για να μαλακώσουν, να μπορή να τα μασά. Κάποιοι του εφερναν καλομαγειρεμένο φαγητό, αυτός όμως το έδινε στα σκυλιά. Άλλοι εφερναν φρούτα, αλλά ο Γέροντας τα άφηνε έξω από το κελλί και σάπιζαν. Έτσι ο κόσμος σταμάτησε να του φέρνη τρόφιμα. «Μη μου φέρνετε τίποτα, σας παρακαλώ γιατί κάνω μόνος μου το κουμάντο μου», έλεγε. Πολλές φορές έμενε για μέρες νηστικός. Κάποιος του πήγε ένα πρόσφορο και ο Γέροντας το δέχθηκε λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ• έχω μέρες να βάλω μπουκιά στο στόμα μου».

Κρασί δεν έπινε ποτέ. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος του είχε στείλει δυο μπουκάλια εξαιρετικό κρασί αλλά ο Γέροντας τα πέταξε. Έκανε μεγάλη εγκράτεια και στο νερό. Είχε ενα μικρό ψυγειάκι που δεν λειτουργούσε και πάνω σε δύο ψαροκασέλες ένα πετρογκάζ. Βέβαια ελάχιστα άτομα είχαν την ευκαιρία να δούν όλο το εσωτερικό του σπιτιού. Κάποτε ο Γέροντας πέρασε τον εξής πειρασμό: Σε κοντική απόσταση από το σπίτι του, άνοιξε ενα μεγάλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Μέχρι το πρωί εμαζεύοντο πολλά αυτοκίνητα, κόσμος, φασαρία και η μουσική στην διαπασών. Τα βράδια ο Γέροντας δεν μπορούσε να προσευχηθή αλλά ούτε και να ξεκουραστή. Αναγκαστικά εκλείνετο μέσα σε ένα δωμάτιο και κάποια στιγμή εξεκουράζετο κάνα δυο ώρες πάνω σε ενα στενό πάγκο. Έλεγε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ με αυτούς εδώ αλλά δεν θα κρατήσει πολύ αυτό. Σύντομα θα κλείσουν».

Πράγματι μέσα σε λίγο χρόνο το κέντρο αυτό σταμάτησε να λειτουργή. Δική του ενορία δεν είχε και λειτουργούσε σε απομακρυσμένα κυρίως χωριά που δεν είχαν ιερέα και όπου αλλού τον έστελνε η Μητρόπολη. Δεν είχε αυτοκίνητο και τις περισσότερες μετακινήσεις τις έκανε πεζός. Διήνυε μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. Ξεκινούσε μέσα στη νύχτα και τα χαράματα έφτανε στην Εκκλησία του χωριού. Πολλές φορές με βροχή, χιόνι και κρύο έφτανε λασπωμένος, βρεγμένος και παγωμένος. Κάποτε εκμυστηρεύτηκε σε πνευματικό του παιδί ότι ξεκίνησε Σάββατο νύχτα με τα πόδια από το κελλάκι του και πήγε στην Κρανιά Ολύμπου. Ξεκουράστηκε λίγο στο δάσος κατά τη νύχτα και την Κυριακή πρωί λειτούργησε. Επέστρεψε πάλι με τα πόδια στην Λάρισα.

Ας σημειωθή ότι τότε ήταν 69-70 χρόνων και η απόσταση αυτή γύρω στα 70 χλμ. να πάη και άλλα τόσα για να επιστρέψη. Κάποτε ένας οδηγός αυτοκινήτου δεν τον πρόσεξε μέσα στη νύχτα καθώς περπατούσε στην άκρη του δρόμου και τον χτύπησε, αλλά τον φύλαξε ο Θεός και δεν έπαθε τίποτα. Περπατούσε χωρίς να περιεργάζεται τους ανθρώπους γύρω του. Τις γυναίκες που πήγαιναν για εξομολόγηση, τις μιλούσε χωρίς να τις κοιτάζη στο πρόσωπο. Τους άνδρες όταν τους κοίταζε η ματιά του διαπερνούσε την ψυχή τους. Κάποια μέρα τον επισκέφτηκε πνευματικό του τέκνο. Τον βρήκε να έχη τα πόδια του σε ένα κουβά με νερό και ιώδιο γιατί ήταν γεμάτα πληγές λόγω των οδοιποριών που έκανε. Οι γάμπες του θύμιζαν γάμπες αθλητή. Δεν είπε ποτέ ότι είναι άρρωστος, αν και εταλαιπωρείτο από ασθένειες, αλλά απέφευγε να παίρνη φάρμακα.

Ο Γέροντας υπέφερε από ειλεό, δηλαδή από οξεία εντερική απόφραξη που συνοδεύεται με δυνατό πόνο σαν κωλικός, μετεωρισμούς, εμμετούς κ.ά. και τότε ακολουθούσε φαρμακευτική αγωγή. Κάποτε καθόταν στον προθάλαμο του κελλιού του. Ήταν χειμώνας και έκανε παγωνιά. Το σπίτι του Γέροντα ήταν χωρίς θέρμανση και αυτός άρρωστος, με γρίππη και εξαντλημένος. Εξωμολόγησε τον επισκέπτη του και αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Άλλη φορά τον βρήκε πνευματικό του τέκνο στην αυλή του σπιτιού του ξαπλωμένο και κουλουριασμένον από τον πόνο. Προσφέρθηκε να τον μεταφέρη στο Νοσοσκομείο, εκείνος όμως αρνήθηκε. Την άλλη μέρα που τον επισκέφθηκε τον βρήκε πάλι στο ίδιο μέρος να πονά, και πάλι αρνήθηκε ιατρική βοήθεια. Αρρώστησε κάποτε σοβαρά και έμεινε κλινήρης για ένα μήνα. Δεν μπορούσε να φάη, ούτε να μιλήση. Τα πνευματικά του τέκνα και αρκετοί Αλβανοί που είχε βαπτίσει ήθελαν να τον πάνε στο νοσοκομείο αλλά αρνήθηκε. Τους έκανε νόημα να προσεύχ0νται γι’ αυτόν.

Οι αλλοδαποί που βάπτισε έκλαιγαν δείχνοντας την αγάπη τους και την ευγνωμοσύνη τους για τον ευεργέτη τους που τους έθρεψε μαζί με τις οικογένειες τους. Μιλώντας για τους ολοένα αυξανόμενους καύσωνες έλεγε: «Τον χειμώνα με το κρύο παίρνω κι άλλη μία κουβέρτα κι είμαι εντάξει. Το καλοκαίρι όμως με τον καύσωνα που να πάω;». Δεν είχε τουαλέττα στο σπιτάκι του αλλά ούτε και τηλέφωνο. Κάποιες μέρες συνήθιζε να κλείνεται μέσα στο κελλί του και δεν άνοιγε σε κανέναν. Με αυστηρή νηστεία και προσευχή αγωνίζετο να γνωρίση και να πλησιάση περισσότερο τον Θεό, που από μικρός αγάπησε και ακολούθησε. Είχε αδιάλειπτη προσευχή. «Μέσα μου η ευχή δουλεύει σαν το καλοριφέρ συνεχώς», έλεγε. Τα ρούχα του ήταν παλιά, βρώμικα μέν αλλά ποτέ δεν μύριζαν άσχημα. Είχε μόλις μία καλή φορεσιά.

Ένα βράδυ φορούσε ένα πλεκτό γεμάτο τρύπες από τα ποντίκια. Ο Γέροντας μιλούσε ελάχιστα και συχνά εγκωμίαζε στην αρετή της σιωπής. Καλλιεργούσε πολύ την σιωπή, την θεωρούσε, όπως συχνά έλεγε, ανώτερη από την προσευχή. Όταν μιλούσε, μιλούσε αργά και καθαρά. Ο λόγος του ήταν απλός και κατανοητός, αλλά πλούσιος σε εικόνες και χαριτωμένες εκφράσεις. Του άρεσε το χιούμορ και έλεγε να χαμογελάμε! Λέγοντας λίγα, έλεγε πολλά. Τον απολάμβανες και δεν κουραζόσουν να τον ακούς. Ήταν γλυκομίλητος και ευγενής στους τρόπους του. Εσέβετο όλους τους ανθρώπους και είχε ενα καλό λόγο να πή για τον καθένα. Γαλήνιος και πράος καθώς ήταν, ειρήνευε και ανάπαυε κάθε άνθρωπο που τον πλησίαζε. Μόλις τον πλησίαζες, κάτι συνέβαινε μέσα σου και αποκτούσες μία χαροποιό κατάσταση.

Για αρκετά χρόνια εξέδιδε ένα μηνιαίο περιοδικό, την «Χριστιανική μαρτυρία», ενώ παράλληλα συνέγραψε συνολικά 48 πνευματικά βιβλία. Επί πέντε χρόνια εργάστηκε για την συλλογή στοιχείων για το βιβλίο «Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ». (Α’ έκδοση:Χανιά 1967), σε μία εποχή που δεν υπήρχαν γνωστά στοιχεία για τον βίο του Αγίου. Τα περισσότερα βιβλία τα μοίραζε δωρεάν, αλλά και αυτά που πουλούσαν τα πνευματικά του παιδιά στις εισόδους των ναών ήταν πολύ φθηνά, δηλαδή σχεδόν σε τιμή κόστους. Αν υπήρχε μικρό κέρδος το διέθετε για φιλανθρωπίες. Δίπλα από το σπίτι του είχε μία αποθήκη, που την είχε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη με ψυχωφέλιμα βιβλία. Έτσι οι επισκέπτες δεν έφευγαν με άδεια χέρια.

Επισκέπτετο τακτικά τους φυλακισμένους και τους μοίραζε διάφορα αναγκαία και τρόφιμα. Κάποτε προκάλεσε την έκπληξη και ίσως σκανδάλισε περαστικούς που τον είδαν να έχη στην πλάτη του ενα τσουβάλι γεμάτο με πακέτα από τσιγάρα. Ο Γέροντας φυσικά δεν κάπνιζε αλλά τα πήγαινε στους κρατουμένους των φυλακών που τα ζήτησαν. Ήθελε να κερδίση την εμπιστοσύνη τους για να τους γνωρίση τον Χριστό. Εκτός από τα υλικά αγαθά, τους κήρυττε τον λόγο του Θεού, τους εξωμολογούσε και έκανε θ. Λειτουργίες στο ναό του σωφρονιστικού καταστήματος για να κοινωνούν. Κάποτε, φημισμένος για την δράση του κρατούμενος έχυσε επάνω του μία κανάτα καυτό νερό αλλά ο Γέροντας το δέχτηκε σιωπηλός.

Πολλές φορές έστελνε χρήματα σε οικογένειες που είχαν ανάγκη, με τρόπο κρυφό και αθόρυβο.

Κάποιος έδωσε στον Γέροντα μία συνδρομή 100 ευρώ για την Ιεραποστολή στην Αφρική. Ο Γέροντας είπε: «Είναι πολλοί που δίνουν χρήματα σε εξωτερική Ιεραποστολή και ο πλησίον τους πεινάει. Να, χαρακτηριστικά στον Αμπελώνα μία, δύο… πέντε οικογένειες πεινάνε.

—Γέροντα, του λέω, ποιές είναι αυτές;

—Άμα ψάξης θα βρεις, του είπε.

Έστειλε γνωστό του μαραγκό να πάρη μέτρα να κάνη επτά κιβώτια ενισχυμένα, για να στείλουν ισάριθμες καμπάνες στην Ζιμπάμπουε στην Αφρική. Στο Οικοτροφείο συγκέντρωνε πολλά κιβώτια με τρόφιμα, όσπρια, ζυμαρικά, ρούχα, τσουβάλια με αλεύρι και άλλα πράγματα τα οποία προωρίζοντο και αυτά για την Ιεραποστολή.

Εφοδίαζε με ιερά σκεύη Εκκλησίες της Βορείου Ηπείρου και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για την λατρεία.

Διά Χριστόν σαλός

Περιστασιακά έκανε σαλότητες πιθανόν για να αναχαίτιση το κύμα των ανθρώπων που καθημερινά αυξανόταν ή για να περιφρονηθή από τους ανθρώπους και να αποφεύγη τους επαίνους. Απέφευγε με κάθε τρόπο την δημοσιότητα και την προβολή. Εχαίρετο με την περιφρόνηση και τον χλευασμό.

Πέρα από την γενική εξωτερική του εικόνα -αναμαλλιασμένος και με λυμένα τα κορδόνια των παπουτσιών-, η συνηθέστερη σαλότητά του ήταν να υψώνη την παλάμη του ή ένα σπιρτόκουτο ανάμεσα από αυτόν και τον συνομιλητή του κάνοντας πως προσπαθεί να κρύψη το πρόσωπό του.

Απέφευγε να κοιτάζη τους ανθρώπους στο πρόσωπο και ιδιαίτερα γυναίκες. Μπορεί να τις εξωμολογούσε χωρίς, ούτε για μία στιγμή, να τις κοιτάξη. Ίσως για να έχη καθαρότητα νοός, όμως ο κόσμος το εκλάμβανε ως παραξενιά (ιδιοτροπία).

Κάποτε, αν και το απέφευγε, αναγκάστηκε να παρευρεθή σε τράπεζα, που παρέθεσε η Μητροπόλη με άλλους ιερείς και, όπως ήταν ατημέλητος, τράβηξε τα βλέμματα των υπολοίπων. Ύψωσε τότε ενα κουτάλι και άρχισε να καθρεφτίζεται στην πίσω πλευρά του. Έκανε πως δήθεν καλλωπίζεται (διώρθωνε τα μαλλιά… κ.ά.), κάνοντας διάφορους μορφασμούς μιας υποκριτικής κενοδοξίας.

Κάποιος που τον επαινούσε σε τρίτους τον επισκέφτηκε ημέρα Παρασκευή και ο Γέροντας βγήκε να τον υποδεχτή τρώγοντας τυρί. Ενώ σε κάποιον άλλο έβγαλε ενα πακέτο χαρτονομίσματα και έκανε πως τα μετρούσε ξανά και ξανά με προσποιητό ενδιαφέρον.

Κάποτε ζήτησε από τσιγγούνη ιερέα να του πληρώση το εισιτήριο του λεωφορείου για να επιστρέψη στην Λάρισα. Ο ιερέας δυσαρεστημένος αγόρασε και του έδωσε το εισιτήριο. Όταν ξεκίνησε το λεωφορείο, ο Γέροντας του είπε: «Μπά!… καλύτερα να πάω με τα πόδια», και έφυγε πεζός, αφήνοντας πίσω εκνευρισμένο τον ιερέα.

Ως Αρχιμανδρίτης φορούσε έναν πολύ απλό σιδερένιο σταυρό και οι υπόλοιποι ιερείς περιπαικτικά του λέγανε: «Από ποιό σιδηρουργείο τον αγόρασες;».

Με λυμένα τα κορδόνια και με μία τρύπια τσάντα από τα ποντίκια, κατέβαινε στην πόλη και τραβούσε την προσοχή των περαστικών. «Γέροντα, θα σας πέσουν τα κλειδιά και τα πράγματα που έχετε στην τσάντα από τις πολλές τρύπες», του λέγανε, αλλά εκείνος αδιαφορούσε. Τον έβλεπαν να κάθεται στο δάπεδο του οικοτροφείου να συγγράφη και άλλες φορές να ξαπλώνη στο δάπεδο του Ναού για να ξεκουραστή.

Κάποτε ο οδηγός που τον μετέφερε σταμάτησε γιατί χρειάσθηκε να πάρη κάτι από το περίπτερο. Όταν γύρισε, βρήκε τον Γέροντα να έχη ανοιχτή την πόρτα του αυτοκινήτου και τα πόδια του τα είχε απλωμένα στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Ο κόσμος περνούσε από το πεζοδρόμιο και τον έβλεπε με απορία.

Με όλα αυτά κάποιοι δυσφορούσαν -ιδιαίτερα κάποιοι ιερείς που πίστευαν ότι τους “χαλάει” την εικόνα προς τα έξω, στον κόσμο-, ενώ κάποιοι άλλοι τον θεωρούσαν πλανεμένο ή σαλεμένο. Ωστόσο οι περισσότεροι ένιωθαν την καθαρότητα της ψυχής του και τον ευλαβούντο.

Έκρυβε επιμελώς το παρελθόν του, τα καλά του έργα, την άσκησή του και τις αρετές του. Αν έβλεπε πως κάποιος τον ευλαβείτο πολύ και τον διαφήμιζε στους άλλους αδιάκριτα, τον απομάκρυνε από κοντά του.

Ποτέ δεν άφηνε να του φιλούν το χέρι του. Το τραβούσε με τέτοιο τρόπο που δεν προλάβαινες να το ασπαστής. Όταν του ζητούσε κάποιος λαϊκός την ευχή του, ο π. Σεραφείμ, απαντούσε «την δική σου».

Έκανε παρατήρηση σε ένα ιερέα που εξομολογούσε. Εκείνος την δέχθηκε ταπεινά λέγοντας: «Τι περιμένεις, Γέροντα, από έναν ανεπρόκοπο, σαν κι εμένα; Εγώ είμαι ψόφιο σκυλί». Αμέσως ο Γέροντας έπεσε στο έδαφος μέσα στον κουρνιαχτό και ελεγε: «Εγώ είμαι ψόφιο σκυλί» και χτυπιόταν στο χώμα από ταπείνωση.

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012.

pemptousia.gr