10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821: Ο ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε’

Ήταν πρόνοια Θεού σε κρίσιμες στιγμές, η Ορθόδοξη Εκκλησία και το Γένος να έχουν ηγέτες φωτισμένες και αγιασμένες μορφές, όπως συνέβη στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, όταν Πατριάρχης των Ρωμιών ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε’, Αγιορείτης μοναχός από την Πελοπόννησο, ο οποίος στις 10 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, θυσιάστηκε για να συνεχιστεί ο Αγώνας.

Αγιοποιήθηκε επίσημα το 1921 και σήμερα η Λάρνακα του βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας. Ας δούμε τα ιστορικά γεγονότα, όπως τα αναφέρει το egolpion.com.

Η είδηση για την έναρξη της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο έφθασε στην Κωνσταντινούπολι προς το βράδυ της 31ης Μαρτίου και η είδηση για την επανάσταση στην ανατολική Στερεά Ελλάδα λίγες ημέρες αργότερα.

Ο σουλτάνος καταλήφθηκε από μεγάλη ταραχή και αντέδρασε όπως και όταν πριν ένα μήνα είχε μάθει την κήρυξη της επαναστάσεως από τον Υψηλάντη. Ενέμεινε ωστόσο στην ίδια εκτίμηση της καταστάσεως και των κινδύνων για την οθωμανική αυτοκρατορία.

Αν και είχε μεσολαβήσει η αποδοκιμασία από τον Ρώσο αυτοκράτορα του Υψηλάντη και του κινήματός του και η Ρωσία τηρούσε ουδετερότητα στη Μολδοβλαχία ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η ρωσική στάση ήταν απλώς «επίδειξις αποδοκιμασίας», ότι ήταν αδύνατον οι «ραγιάδες» να τόλμησαν την επανάσταση μόνοι τους χωρίς υποκίνηση από τη Ρωσία, ότι ήδη με την επανάσταση και στη νότια περιοχή της Βαλκανικής, ύστερα από την επανάσταση στις βόρειες επαρχίες της, προχωρούσε η εφαρμογή του γενικότερου επαναστατικού σχεδίου και έπρεπε να αναμένεται η εξέγερση και μέσα στην Κωνσταντινούπολι.

Συνέπεια της εκτιμήσεως αυτής ήταν να εξακολουθήσουν να θεωρούνται ως κύρια μέτωπα η Μολδοβλαχία, που ήταν προωθημένη θέση για τη συγκράτηση των Ρώσων, και η ίδια η Κωνσταντινούπολις έπρεπε άρα να συνεχιστή η αποστολή στρατευμάτων προς τον Δούναβη και η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων στρατού και στόλου στην πρωτεύουσα, προς μεγάλη ωφέλεια της Επαναστάσεως στην Ελλάδα, που η αντιμετώπισή της, κατά τους πρώτους μήνες, αφέθηκε βασικά στις επιτόπιες τουρκικές δυνάμεις.

Θεωρήθηκε εξ άλλου από τον σουλτάνο και τους συμβούλους του, υπό την επήρεια και των αισθημάτων εκδικήσεως εναντίον των Ελλήνων, ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο για τη μη εξάπλωση της επαναστάσεως στην Ελλάδα και σε άλλες επαρχίες και για την καταστολή της στις ήδη επαναστατημένες περιοχές ήταν η εξαπόλυση τρομοκρατίας.

Έτσι, άρχισε, από την Κωνσταντινούπολι πρώτα, νέο κύμα άγριων διωγμών που επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν, τις περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί στη διάθεση των τουρκικών αρχων.

Ο ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821 (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ)

Ήδη την 1η Απριλίου οργανώθηκε οχλαγωγική διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολι με επικεφαλής φανατικούς «σοφτάδες», τρόφιμους σπουδαστές των ιερατικών σχολείων. Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους της πρωτεύουσας με κραυγές και απειλές εναντίον των απίστων, καταπάτησαν την έξω από το τείχος ελληνική εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, την λεηλάτησαν και την έκαψαν.

Ο κύριος σκοπός των οργανωτών της διαδηλώσεως ήταν να προκληθεί σύγκρουση με Έλληνες «επαναστάτες» και έτσι να υπάρξει πρόσχημα για τη γενική σφαγή των απίστων, χωρίς η πραγματοποίησή της να παρεβαίνη τον τουρκικό νόμο και δίχως να παρέχει επιχειρήματα για επέμβαση της Ρωσίας, που οι Συνθήκες της παρείχαν δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έλληνες «επαναστάτες» όμως δεν εμφανίσθηκαν στους δρόμους, όπως φαντάσθηκαν οι τούρκοι. Οι Έλληνες κλείσθηκαν στα σπίτια τους. Δεν δόθηκε έτσι πρόσχημα για τη γενική σφαγή.

Ο σουλτάνος εφάρμοσε τότε τη μέθοδο των μερικών σφαγών και των θανατώσεων εκλεκτών Ελλήνων, αυτών ιδίως που κατείχαν ηγετικές θέσεις. Αλλα οι εγκληματικές αυτές πράξεις, αντί να τρομοκρατήσουν και να κάμψουν τους Έλληνες επαναστάτες, τους φανάτισαν και τους συσπείρωσαν περισσότερο και αντί να εξασθενίσουν, ενδυνάμωσαν την Επανάσταση.

Εν τω μεταξύ, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, που είχε κατορθώσει κατά τον Μάρτιο να διασώσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, τους υποκείμενους στην εξουσία των Τούρκων, από τους μείζονες κινδύνους που είχαν προκύψει ως συνέπεια της αντιδράσεως του σουλτάνου στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας, αντιλήφθηκε, όταν έμαθε την επανάσταση της Πελοποννήσου, ότι θα άρχιζε νέος κύκλος αγριώτερων διωγμών. Προβλέποντας ότι ο σουλτάνος θα στρεφόταν εναντίον των κορυφαίων του Έθνους, έσπευσε στο σπίτι του μεγάλου διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει, ώστε να σωθεί, λέγοντάς του, σύμφωνα με την αφήγηση του Φιλήμονος:

«Αφετέ με να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, με καλούσιν εις θυσίαν υπέρ του ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν, να υπηρετήσετε την πατρίδα».

Ο Κ. Μουρούζης «ουδόλως… κατώτερος των περιωνύμων Γεωργίου και Δημητρίου, … της αυτής οικογενείας» απάντησε στον πατριάρχη: «Γνωρίζω την τύχην ήτις με αναμένει. Αλλά, αν φύγω εγώ, σώζω μεν την ζωήν μου, θέλω όμως ιδεί εξαγορασθησομένην αυτήν δια του αίματος απείρων αθώων. Η φυγή μου θέλει βεβαιώσει έτι μάλλον τα περί ενοχής του γένους υποψίας του σουλτάνου, και η γενική σφαγή θέλει παρακολουθήσει ταύτην. Συμφέρει ένα απολέσθαι υπέρ του λαού. Ας θυσιασθώ εγώ, Δεσπότη μου αλλ’ ας σωθώσιν οι άλλοι, ας σωθή το έθνος». Έτσι και ο πατριάρχης και ο μέγας διερμηνέας παρέμειναν στις θέσεις τους, για να υπερασπισθούν όσο μπορούσαν το έθνος.

Ο σουλτάνος στράφηκε πρώτα εναντίον του μεγάλου διερμηνέως. Για την ενοχοποίησή του χρησιμοποιήθηκε σκευωρία. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου, ενώ πήγαινε στην υπηρεσία του, άγνωστος τον πλησίασε έξω από την πόρτα του «πασά – καπούσου» και του έδωσε επιστολή με υπογραφή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Ο Μουρούζης αναγνώρισε ότι η υπογραφή ήταν πλαστή και παρουσίασε αμέσως την επιστολή στον τούρκο υπουργό των Εξωτερικών, που τον καθησύχασε. Αλλά, ενώ έβγαινε από την αίθουσα, τον άρπαξε ο δήμιος και τον οδήγησε στο «γιαλί – κιοσκιού», όπου σε λίγα λεπτά εμφανίσθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος, για να παρακολουθήσει τη θανάτωση του μεγάλου διερμηνέως. Εκείνος πρόφθασε και του φώναξε στην τουρκική γλώσσα:

«Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα της βασιλείας σου εσήμανε αι ωμότητές σου τιμωρηθήσονται ο Θεός εκδικήσοι σοι το ελληνικόν έθνος». Αμέσως θανατώθηκε από τον δήμιο με αποκεφαλισμό.Έτσι τελείωσε τη ζωή του, σε ηλικία 32 ετών, ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, «αναμφιβόλως», όπως γράφει o Κούμας, «ο αγαθοφρονέστατος πάντων των συγχρόνων του φαναριωτών».

Επακολούθησαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα θανατώσεις εγκρίτων Ελλήνων. Έτσι, θανατώθηκαν ο βάνος Μαυροκορδάτος, ο Παναγιώτης Χαντζέρης, ο βάνος Νικόλαος Χαντζέρης, ο σπαθάρης Δημήτριος Χαντζέρης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος από την Πελοπόννησο, ο Αντώνιος Τσίρας από την Πελοπόννησο και ο γιός του Στέφανος, ο βάνος Παναγιώτης Τσέγκης, ο Τσορμπατσόγλου με άλλους τέσσερεις άγνωστους, ο αγάς Αλέξανδρος Ράλλης, ο παχάρνικος Γεώργιος και ο κλουτσιάρης Ζαφείρης από τα Θεράπεια και άλλοι.

Εν τω μεταξύ η Πύλη διέταξε τον πατριάρχη να στείλη απογραφή των ελληνικών οικογενειών που έμεναν στο Φανάρι με τα ονόματα των ανδρών, τις πατρίδες και τα επαγγέλματά τους. Ήθελε να έχει κατάλογο των «αρχοντικών» προσώπων και των μετοίκων Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών και Αιγαιοπελαγιτών, ώστε να επιλέγει εύκολα τα θύματα, ανάλογα με τις αποφάσεις της κάθε φορά. Επειδή δεν υπήρχε τέτοια απογραφή, ανέλαβαν να την πραγματοποιήσουν δύο Τουρκοκρήτες, που γνώριζαν ελληνικά, με δύο εφημέριους ως οδηγούς των.

Συγχρόνως εκδόθηκε διάταγμα, που απαγόρευε με ποινή θανάτου την αναχώρηση των ραγιάδων υπό οποιαδήποτε σημαία. Ζητήθηκε σχετική συγκατάθεση των πρέσβεων των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δόθηκε. Απέκτησαν έτσι οι τουρκικές αρχές το δικαίωμα να ενεργούν έρευνα στα πλοία των δυνάμεων αυτών. Έστειλαν μάλιστα οι πρέσβεις διαταγές στους προξένους των σε όλη την οθωμανική επικράτεια, να μην παρέχουν στους Έλληνες άσυλο ή υπεράσπιση, ούτε να επιτρέπουν στους πλοιάρχους να δέχωνται φυγάδες. Μόνο o πρέσβυς της Ρωσίας Στρόγανωφ δεν παραδέχθηκε το απάνθρωπο αυτό διάταγμα της Πύλης και υποστήριξε ότι αντέβαινε στις Συνθήκες. Με το μέτρο αυτό της απαγορεύσεως των αναχωρήσεων ήθελε η Πύλη να αποτρέψει την ενίσχυση των επαναστατών στην Ελλάδα με φυγάδες, αλλά και να έχει στην Κωνσταντινούπολι και τις άλλες πόλεις «επί το προχειρότερον πλείονα θύματα κατά τας περιστάσεις».

Ο πατριάρχης είχε τη δυνατότητα να διαφύγει παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, αλλά έκρινε πάντοτε, ότι όφειλε να παραμείνη ως το τέλος στη θέση του. Στις προτροπές να φύγη, όταν γνώσθηκε η επανάσταση της Πελοποννήσου, απάντησε, όπως αναφέρει βιογράφος του:

«Με προτρέπετε εις φυγήν μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών πόλεων των Χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, όπως εγώ μετημφιεσμένος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικί οιουδήποτε ευεργετικού ημών πρεσβευτού, ν’ ακούω δ’ εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν ουχί. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως απολέσω τούτο δια της χειρός των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρα η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ήγεμόνες δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως πως η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ υπομονής εις ό,τι και αν μου συμβεί… Ναι ας μη γείνω χλεύασμα των ζώντων δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της 0δησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος διερχόμενος εν μέσω των αγίων να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες :Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης. Αν το έθνος μου σωθεί και θριαμβεύσει τότε πέποιθα ότι θα μου αποδώσει θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου… Υπάγω όπου με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».

Ως το Μεγάλο Σάββατο οι τούρκοι είχαν θανατώσει μόνο λαϊκούς Έλληνες. «Έμεινε…», όπως γράφει ο Κούμας, «να επιφερθή ποινή εις τον κλήρον, ως εγγυητήν της υπακοής των Χριστιανών. Δια να γείνη επαισθητοτέρα, και ως καθόλου του Χριστιανικού γένους επαγομένη, επρόσμενεν η Οθωμανική αυλή την ημέραν του Πάσχα» και αποφάσισεν να θανωτώση και τον ίδιο τον πατριάρχη.

Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10ης Απριλίου, έφτασε στα Πατριαρχεία ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης και κατευθύνθηκε στη μεγάλη αίθουσα, το «μεγάλον συνοδικόν». Ανέβηκε τότε εκεί και ο πατριάρχης, και συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τον λόγο της αποστολής του και την ταραχή του όσο μπορούσε. Έφτασαν σε λίγο οι αρχιερείς που κατοικούσαν κοντά, αμέσως ακούσθηκε θόρυβος από άλογα στην αυλή και παρουσιάστηκαν στην αίθουσα, «μορφήν φέροντες τεράτων! αγριωπών», όπως γράφει ο Φιλήμων, «ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσίμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης του υπουργού τωv εξωτερικών και άλλοι πολλοί ..,. μέχρι πεντήκοντα».

Ο Πατριάρχης τότε κατάλαβε τον λόγο της παρουσίας τους και ζήτησε να του φέρουν «τον τρίβωνα και το επανω¬καλύμαυχον». Τα φόρεσε και αποσύρθηκε στο κάτω μέρος της αίθουσας. Ο μέγας διερμηνέας σηκώθηκε όρθιος και διάβασε διάταγμα παύσεως του πατριάρχη και εξορίας του. Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, που δεν ήταν πια ούτε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ούτε πατριάρχης, στράφηκε, στην έξοδο της αίθουσας.

Τον περιστοίχισαν τότε οι τούρκοι και ο κεσεδάρης τον οδήγησε στην αποβάθρα του Φαναρίου όπου τον επιβίβασαν σε ακάτιο μαζί με τον ανεψιό του Δημήτριο και τον ιεροδιάκονο Αγάπιο, που τον συνόδευαν. Το ακάτιο όμως, αντί να κατευθυνθεί προς το Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τον τόπο της εξορίας, σύμφωνα με το διάταγμα, στράφηκε προς το γιαλί – κιοσκιού, οπότε φάνηκε ότι είχε αποφασισθεί η θανάτωση του πατριάρχη. Μετά την αποβίβαση τον έκλεισαν στην τρομερή φυλακή του μποσταν-τσίμπαση.

Εν τω μεταξύ στα Πατριαρχεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί για την εκλογή νέου πατριάρχη, οι αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μέγας διερμηνέας, ο μέγας λογοθέτης της Εκκλησίας Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι και οι προϊστάμενοι των Συντεχνιών, διάβασε πάλι ο μέγας διερμηνέας το διάταγμα για την έκπτωση του πατριάρχη και την εκλογή νέου:

«Επειδή ο πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος, γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του και τω προσδιορίζεται διαμονή εις το Καδίκιοϊ μέχρι δευτέρας διαταγής… Μη επιθυμούσα η Υψηλή Πύλη να στερήσει τους πιστούς της υπηκόους από της πνευματικής κηδεμονίας του κοινού πατρός των, διατάττει να εκλέξωσι πατριάρχην κατά την ανέκαθεν συνήθειά των».

Η εκλογή όμως καθυστερούσε. Οι καταλληλότεροι για τον πατριαρχικό θρόνο αρχιερείς παρακαλούσαν να μην εκλεγούν. Έφθασε τότε νέα, αυστηρή διαταγή της Πύλης, να γίνη αμέσως η εκλογή. Τελικά δέχθηκε ο Πισιδίας Ευγένιος, Φιλιππουπολίτης. Εφοδιάσθηκε αμέσως με τη συστατική αναφορά και πήγε στην Πύλη σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Όταν γύρισε, έγινε δεκτός με τις συνηθισμένες τυπικές τιμές και επακολούθησε η δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατήφειας, θλίψεως και αγωνίας.

Μετά την αναχώρηση από την Πύλη του νέου πατριάρχη οι τούρκοι βγάλανε από τη φυλακή τον πατριάρχη Γρηγόριο, τον επιβίβασαν πάλι σε ακάτιο με συνεπιβάτη τον κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) και απομάκρυναν τους δικούς του συνοδούς. Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, με 4 ως 5 στρατιώτες, κατευθύνθηκε πίσω στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου και αποβίβασαν τον πατριάρχη με τα χέρια του δεμένα πίσω. Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων και στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί και περίμενε, γαυριώντας, να παρακολουθήσει τη θανάτωση του αρχηγού των Ελλήνων,”ως πρώτου δήθεν και κυρίου αρχηγού της επαναστάσεως της Πελοποννήσου.”

Ο πατριάρχης Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι, περιμένοντας το μαχαίρι του δημίου. Αλλά ο κοτσίμπασης του έδωσε λάκτισμα και του είπε αγρία «καλκ γιου ρου»(σήκω και προχώρα) και, όπως ο πατριάρχης από το γήρας και την εξάντληση δεν μπορούσε να σηκωθεί, τον βοήθησε o ίδιος. Δυό στρατιώτες τον υποβάσταζαν για να συνεχίσει την πορεία στον ανηφορικό δρόμο προς τα Πατριαρχεία.

Όταν έφτασαν εκεί χρειάσθηκε να περιμένουν. Είχε αποφασιστεί για τον πατριάρχη θάνατος με απαγχονισμό και ως θέση η μεσαία από τις τρείς εξωτερικές θύρες των Πατριαρχείων ετοίμαζαν τότε την αγχόνη με δοκούς που έμπηγαν στον θριγκό του τοίχου επάνω από τη θύρα αυτή και δεν είχε τελειώσει ακόμη η εργασία. Κατά τον χρόνο της αναμονής ο πατριάρχης προσευχόταν. Όταν όλα συμπληρώθηκαν, ο μποσταντσήμπασης του είπε με βροντώδη φωνή, όπως αναφέρει ο Φιλήμων: «Κακούργε, ουκ ει συ ο διαφθείρας τους δούλους του σουλτάνου, του καταφυγίου του κόσμου; ουκ ει συ ο ωθήσας τους απίστους υπηκόους εις την αποστασίαν;…» και έδωσε διαταγή στους δημίους. Αυτοί τον έσυραν στην αγχόνη. Ο θάνατός του επήλθε αμέσως.